Αν θελήσουμε να δούμε σε
ποιό σημείο βρίσκεται σήμερα η επιστήμη της συμβατικής Ιατρικής, ως προς τη
δυνατότητά της να παρέχει πραγματικά επωφελείς υπηρεσίες στους πάσχοντες
ανθρώπους, θα διαπιστώσουμε ότι έχει περιέλθει σε πολλαπλά αδιέξοδα και αυτό
γίνεται ιδιαίτερα έκδηλο σε τρεις κυρίως τομείς νοσημάτων, που καταδυναστεύουν
κατά πλειοψηφία τις ζωές των ανθρώπων στη σύγχρονη εποχή. Αυτά είναι οι
παθήσεις από μικροοργανισμούς, οι νεοπλασίες ή ο καρκίνος και τα λεγόμενα
«ανίατα» νοσήματα.
Α. Παθήσεις από
μικροοργανισμούς. Θα αναφερθούμε πρώτα στις λοιμώξεις από κοινά μικρόβια
(βακτηρίδια) και θα επισημάνουμε το γεγονός ότι η ανεξέλεγκτη χρήση των
αντιβιοτικών, όπως όλα δείχνουν, σηματοδοτεί και το «τέλος εποχής» τους. Τα νέα
που έρχονται από τους ειδικούς επιστήμονες είναι πολύ χαρακτηριστικά και ήδη
στις ΗΠΑ ανακαλύφθηκε ο πρώτος ασθενής για τον οποίο δεν λειτουργεί κανένα
αντιβιοτικό..! Από αξιόπιστες πηγές παγκοσμίως προκύπτει ότι στην εποχή μας
υπάρχουν πολλά πολυανθεκτικά μικρόβια, που δεν υπάρχουν πλέον αντιβιοτικά να τα
αντιμετωπίσουν, γεγονός που σημαίνει ότι βρισκόμαστε στο τέλος των
αντιβιοτικών, αφού εδώ και πολλά χρόνια δεν έχει παρασκευαστεί ένα καινούργιο
πιο ισχυρό αντιβιοτικό από τα ήδη υπάρχοντα. Χαρακτηριστικά, το Αμερικανικό
Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων («CDC») επισημαίνει τον κίνδυνο, ότι
μπορεί να βρεθούμε σε μία κατάσταση, όπου θα έχουμε ασθενείς στις μονάδες
εντατικής θεραπείας, ή ασθενείς που θα παθαίνουν για παράδειγμα ουρολοιμώξεις
και για τους οποίους δεν θα υπάρχουν διαθέσιμα πλέον αντιβιοτικά για τη
θεραπεία τους. Χαρακτηριστική επίσης είναι η επισήμανση της σχετικά πρόσφατης
διεθνούς έκθεσης «Review on Antimicrobial Resistance» ότι, εάν δεν αναληφθεί
άμεσα δράση για τους ανθεκτικούς στα φάρμακα παθογόνους μικροοργανισμούς,
υπάρχει μεγάλη πιθανότητα μέχρι το 2050, οι μικροοργανισμοί αυτοί να σκοτώνουν
έναν άνθρωπο ανά 3 δευτερόλεπτα!
Εξ’ ίσου σημαντικό, αν όχι
μεγαλύτερο, πρόβλημα για τον άνθρωπο, όσον αφορά τις μολυσματικές ασθένειες από
μικροοργανισμούς, είναι οι λεγόμενες παρασιτικές ασθένειες, όπως οι
ελμινθιάσεις, οι οποίες και αυτές αποτελούν ένα μείζον πρόβλημα για την
Ιατρική, το οποίο πραγματικά έχει φθάσει σε σημείο αδιεξόδου. Οι κυρίως λόγοι
γι’ αυτό είναι η πολύ μεγάλη, σε ασύλληπτο βαθμό εξάπλωσή τους, η εξαιρετικά
δύσκολη διάγνωσή τους και η εξ’ ίσου δύσκολη θεραπεία τους με τις συμβατικές
μεθόδους. Για ν’ αντιληφθούμε το μέγεθος του προβλήματος να πούμε κατ’ αρχάς,
ότι σύμφωνα με έρευνες, καθώς και αναφορές της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας,
υπολογίζεται ότι ο μισός πληθυσμός του πλανήτη είναι μολυσμένος από παράσιτα, ή
πάσχει από παρασιτικές ασθένειες και πολλά εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν τη ζωή
τους από αυτά ετησίως. Αλλά υπάρχουν ερευνητές, που υποστηρίζουν ότι η
πραγματικότητα είναι ακόμη πιο ζοφερή και διατείνονται πως το 85-95% του
πληθυσμού του πλανήτη έχει παράσιτα χωρίς καν να το γνωρίζει! Για παράδειγμα, ο
Αμερικανός Δρ Ross Anderson, ένας επιστήμονας με κλινική εμπειρία δεκάδων
χιλιάδων ασθενών, υποστηρίζει ότι τα παράσιτα είναι το πιο αδιάγνωστο μεγάλο
πρόβλημα υγείας στον κόσμο, γιατί δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά, αφού σπάνια
παρουσιάζουν χαρακτηριστικά συμπτώματα και παραμένουν αόρατα, ως αιτία, έως
ότου προκαλέσουν μία σοβαρή διαταραχή.
Το 1979, η γνωστή
Αμερικανίδα γιατρός και ερευνήτρια Δρ Hulda Clark ξεκίνησε μία έρευνα στον
τομέα της ανίχνευσης διαφόρων παθογόνων μικροοργανισμών και το 1988 ανακάλυψε
την τεχνολογία της σάρωσης ενός οργανισμού, μέσω της μεθόδου του
βιοσυντονισμού, προκειμένου να προσδιορισθούν τα ίχνη των διαφόρων
μικροοργανισμών. Αυτή η εφεύρεση ονομάστηκε συσκευή «Syncrometer» και μπορούσε
γρήγορα και με ακρίβεια να ανιχνεύσει έναν μικροοργανισμό ή διάφορες διαταραχές
υγείας σε ανθρώπους και ζώα. Η γιατρός Hulda Clark στα βιβλία που συνέγραψε
υποστήριξε την άποψη ότι ο καρκίνος συνδέεται με το παράσιτο «Fasciolopsis
buski», δεδομένου ότι αυτό το παράσιτο ήταν παρόν σε κάθε άτομο που έπασχε από καρκίνο,
ενώ αντίθετα όταν το παράσιτο εξουδετερωνόταν, ο καρκίνος έφευγε. Επίσης, η
Hulda Clark υποστήριξε με έμφαση ότι όλες οι ασθένειες προέρχονται από δύο
μόνον αιτίες, τα παράσιτα και τους ρύπους, όπως οι ουσίες, δηλαδή, που μολύνουν
το περιβάλλον.
Στην ίδια γραμμή, όσον
αφορά τους μικροοργανισμούς που παρασιτούν στον ανθρώπινο οργανισμό, με την
Αμερικανίδα ερευνήτρια βρίσκεται και ο Αμερικανός Δρ Peter Wina, Διευθυντής
Παθολογικής Βιολογίας στο Ινστιτούτο Έρευνας του Στρατού «Walter Reed», ο
οποίος επισημαίνει ότι στις Η.Π.Α. τα παράσιτα αποτελούν ένα τεράστιο πρόβλημα
υγείας, που απλά δεν αντιμετωπίζεται. Αυτή η επισήμανση φαίνεται παράδοξη για
την εποχή μας, δεδομένου ότι η επίσημη Ιατρική μας έχει μάθει να θεωρούμε τις
παρασιτικές νόσους πρόβλημα των υποανάπτυκτων
χωρών, αλλά η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική, γεγονός το οποίο
αναδεικνύεται και από τις δηλώσεις ενός ειδικού επιστήμονα, του επίσης
Αμερικανού Δρ Frank Nova, Διευθυντή του «Εργαστηρίου Παρασιτικών Νοσημάτων του
Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των Η.Π.Α.», ο οποίος λέει ότι, όπως δεν θα ήταν
αναμενόμενο, υπάρχουν περισσότερες παρασιτικές ασθένειες στις Η.Π.Α. απ’ ότι
στην Αφρική. Εξ’ άλλου, σύμφωνα με τα στοιχεία, πιθανόν κάτι ανάλογο συμβαίνει
και στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, ένας τρηματώδης έλμινθας, ο «Οπισθόρχις», που
παρασιτεί συνήθως στα όργανα ήπαρ-χοληφόρα-πάγκρεας και πηγή μόλυνσης είναι
κυρίως τα κατεψυγμένα ψάρια, πιθανολογείται ότι έχει μολύνει το 95% των
Ελλήνων!
Β. Καρκίνος. Το γερμανικό
περιοδικό «Der Spiegel» τον Οκτώβριο του 2012 δημοσίευσε μία έρευνα, στην οποία
διαπίστωνε τα αδιέξοδα της συμβατικής Ιατρικής στον τομέα της θεραπείας του
καρκίνου. Σε αυτήν ανέφερε ότι στους ασθενείς που πάσχουν σήμερα από διάφορους
τύπους καρκίνου, όπως των πνευμόνων, του μαστού, του προστάτη και των εντέρων
χορηγούνται ολοένα και πιο πολύπλοκα, αλλά και αρκετά δαπανηρά κυτταροτοξικά
σκευάσματα χημειοθεραπείας, χωρίς όμως αντίστοιχα να μειώνεται και το ποσοστό
θνησιμότητας των ασθενών που τα πήραν, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές
μελέτες. Συγκεκριμένα στο σημείο αυτό αναφερόταν στο άρθρο ότι η θνησιμότητα
των ασθενών, που αντιμετωπίζονται με την τοξική χημειοθεραπεία ανέρχεται στο
95%(!), ενώ αντίστοιχα μόνο στη Γερμανία ο «τζίρος» της αγοράς φαρμάκων από τις
χημειοθεραπείες υπολογίζεται σε 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου τον χρόνο και
φαίνεται ξεκάθαρα, αν μη τι άλλο, ότι όσον αφορά τα ποσοστά επιβίωσης των
συγκεκριμένων ασθενών δεν έχει γίνει καμία πρόοδος τις τελευταίες δεκαετίες,
ενώ αντίθετα η μόνη που φαίνεται να προοδεύει είναι η φαρμακευτική βιομηχανική
έρευνα για τις νέες και ατελέσφορες κατά τα φαινόμενα χημειοθεραπείες, που
πιθανότατα μπορεί να είναι και ζημιογόνες. Άλλωστε, πολύ χαρακτηριστικά ο
επιδημιολόγος Χόϊτζελ από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου λέει σχετικά: «Φοβάμαι
ότι η συστηματική χρήση χημειοθεραπείας, ειδικά σε ασθενείς με καρκίνο του
μαστού μπορεί να ευθύνεται για τη μείωση των ποσοστών επιβίωσης που παρατηρούμε
τις τελευταίες δεκαετίες». Εξ άλλου, στο ίδιο πνεύμα κινούμενος και ο
επιδημιολόγος Άμπελ από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης διαπίστωσε το 1995
σοκαρισμένος, μετά από μελέτη χιλιάδων ιατρικών δημοσιεύσεων πάνω στη
χημειοθεραπεία, «ότι για τους περισσότερους καρκίνους των οργάνων, δεν υπάρχει
καμιά απόδειξη ότι η χημειοθεραπευτική αγωγή μπορεί να επιμηκύνει ή να
καλυτερεύσει την ποιότητα ζωής ενός καρκινοπαθούς ασθενούς». Επιπλέον και προς
επιβεβαίωση όλων των παραπάνω, ένας χοντρικός υπολογισμός του συνόλου των
θανάτων από καρκίνο δείχνει ότι ο αριθμός αυτός, μετά τη χορήγηση
χημειοθεραπείας στους ασθενείς τα τελευταία 30 χρόνια, ανέρχεται στα δύο δισεκατομμύρια
ανθρώπους, που αποτελεί στην πραγματικότητα το ¼ του συνολικού πληθυσμού της
γης!
Στο παραπάνω δημοσίευμα,
που παρουσιάζει τόσο ανάγλυφα το αδιέξοδο που βρίσκεται σήμερα η συμβατική
Ιατρική, όσον αφορά το μείζον αυτό πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας, όπως είναι
ο καρκίνος, προστίθενται και πολλές άλλες φωνές, που ενισχύουν την ίδια ακριβώς
άποψη. Παρακάτω σταχυολογούμε μερικές από αυτές:
1. «Αν ήταν να νοσήσω από
καρκίνο, ποτέ δε θα στρεφόμουν προς τις καθιερωμένες θεραπείες για αυτήν την
ασθένεια. Οι καρκινοπαθείς που μένουν μακριά από αυτές τις θεραπείες έχουν
κάποιες πιθανότητες να τα καταφέρουν.» (Professor Gorge Mathe, «Scientific
Medicine Stymied», Medicines Nouvelles, Paris, 1989)
2. «Η πλειοψηφία των
καρκινοπαθών σε αυτή τη χώρα πεθαίνει εξαιτίας της χημειοθεραπείας, η οποία δεν
θεραπεύει τον καρκίνο του μαστού, του παχέος εντέρου, ή του πνεύμονα. Αυτό
είναι τεκμηριωμένο για περισσότερο από μία δεκαετία και παρ’ όλα αυτά οι
γιατροί χρησιμοποιούν ακόμη τη χημειοθεραπεία για να καταπολεμήσουν αυτούς τους
όγκους.» (Allen Levin, MD, UCSF, «The Healing of Cancer»,
Marcus Books, 1990)
3. «Τα πιο δραστικά μας
φάρμακα έχουν ένα πλήθος κινδύνων, παρενεργειών, δημιουργούν ένα σωρό πρακτικά
προβλήματα και αναμφισβήτητα οι ασθενείς που έχουμε περιθάλψει έχουν πληρώσει
το τίμημα. Μόνο ένα μικρό ποσοστό από αυτούς ανταμείβεται με μία εφήμερη
περίοδο υποχώρησης των όγκων και γενικά μερικής υποχώρησης του καρκίνου.»
(Edward G. Griffin «World Without Cancer», American Media Publications, 1996)
4. «Για τη συντριπτική
πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν υπάρχει απόδειξη ότι η χημειοθεραπεία αυξάνει το
προσδόκιμο ζωής. Και αυτό είναι το μεγάλο ψέμα σχετικά με αυτή τη θεραπεία, ότι
δηλαδή υπάρχει σχέση ανάμεσα στη μείωση των καρκινικών όγκων και την παράταση
της ζωής των ασθενών.» (Philip Day, «Cancer: Why we’re still dying to
know the truth», Credence Publications, 2000)
5. «Στο Κέντρο Ερευνών «Mc
Gill» του Καναδά για τον καρκίνο, δόθηκε
σε 118 γιατρούς, ειδικούς στον καρκίνο των πνευμόνων, ένα ερωτηματολόγιο
για να προσδιορισθεί ο βαθμός εμπιστοσύνης που είχαν στις θεραπείες που
εφάρμοζαν. Τους ζητήθηκε να φαντασθούν ότι είχαν οι ίδιοι την ασθένεια και να
σκεφτούν ποιά από τις έξι πρόσφατες πειραματικές θεραπείες θα επέλεγαν. Από
τους 79 γιατρούς που απάντησαν, οι 64 από αυτούς είπαν ότι δε θα συναινούσαν να
υποβληθούν σε καμία θεραπεία που θα περιείχε το cis-platinum, ένα από τα πιο
συνηθισμένα φάρμακα χημειοθεραπείας που χρησιμοποιούσαν, ενώ 58 στους 79
πίστευαν ότι όλες οι παραπάνω πειραματικές θεραπείες δεν ήταν δεκτές εξαιτίας
της αναποτελεσματικότητάς τους και του υψηλού επιπέδου τοξικότητάς τους.» (Philip Day, «Cancer: Why we’re still dying to know the truth?»,
Credence Publications, 2000)
6. «Σήμερα, χρησιμοποιούμε
ακόμη μεσαιωνικές μεθόδους για να αντιμετωπίσουμε τους περισσότερους καρκίνους,
δηλαδή, κόβουμε (χειρουργική επέμβαση), καίμε (ακτινοθεραπεία), και
δηλητηριάζουμε (μη εξειδικευμένη χημειοθεραπεία).» (Professor
Alan Ashworth PhD, UCSF Helen Diller Family Comprehensive Cancer Center
Symposium, 2015)
7. «Η χημειοθεραπεία μπορεί
να ωθήσει τα υγιή κύτταρα γύρω από τον όγκο να παράγουν μία πρωτεΐνη, την
WNT16B, η οποία αφ’ ενός αλληλοεπιδρά με τα γειτονικά κύτταρα και τα αναγκάζει
να γίνουν και αυτά καρκινικά και αφ’ ετέρου βοηθά τα καρκινικά κύτταρα να
επιβιώσουν και να αυξηθούν. Έτσι, συχνά η χημειοθεραπεία όχι απλώς δεν είναι
αποτελεσματική, αλλά μπορεί και να ενισχύσει την περαιτέρω ανάπτυξη του καρκίνου.»
(Yu Sun, Judith Campisi, Celestia Higano, Tomasz M Beer, Peggy Porter,
Ilsa Coleman, Lawrence True, Peter S Nelson: «Cancer chemotherapy backfires».
From «Fred Hutchinson Cancer Research Center», Nature Medicine, doi
10.1038/nm.2890, 8-2012)
8. «Η συμβολή της
κυτταροτοξικής χημειοθεραπείας στην 5-ετή επιβίωση σε κακοήθειες ενηλίκων είναι
2,3% στην Αυστραλία και 2,1% στις ΗΠΑ. Επίσης, η συντριπτικά μεγαλύτερη
πλειοψηφία των ασθενών που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία στα πέντε χρόνια ποτέ
δεν είναι ελεύθεροι καρκίνου, ενώ αυτοί οι λίγοι που επιβιώνουν από τη
χημειοθεραπεία έχουν μία σημαντικά κακή ποιότητα ζωής.» (Clinical Oncology, December 2004: “The Contribution of Cytotoxic
Chemotherapy to 5-year Survival in Adult Malignancies”)
9. «Οι καρκινοπαθείς που
δεν υποβάλλονται σε κανενός είδους θεραπεία ζουν τέσσερις φορές περισσότερο και
μάλιστα με πολύ καλύτερη ποιότητα ζωής, απ’ ότι ζουν αυτοί που υποβάλλονται σε
οποιαδήποτε «αντικαρκινική» θεραπεία. Συγκεκριμένα, καρκινοπαθείς που δεν
υποβλήθηκαν σε χημειοθεραπεία έζησαν κατά μέσον όρο δωδεκάμισι χρόνια
περισσότερο από αυτούς που υποβλήθηκαν σε χημειοθεραπεία.» (Professor Hardin B. Jones, Ph.D. «A Report on Cancer», paper delivered
to the ACS's («American Cancer Society») 11th Annual Science Writers Conference,
New Orleans, Mar. 7, 1969)
10. «Η ανάλυση χιλιάδων
ερευνών έδειξε ότι η χημειοθεραπεία είναι αναποτελεσματική για το 80% όλων των
τύπων καρκίνου. Επί πλέον, οι θεραπείες για προχωρημένους επιθηλιακούς
καρκίνους, που είναι υπεύθυνοι για το 80%
των θανάτων από καρκίνο στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, πολύ σπάνια
ήταν επιτυχείς.» (Dr. Ulrich Abel, Heidelberg/Mannheim Tumor
Clinic, Chemotherapy of Advanced Epithelial Cancer, Stuttgart: Hippocrates
Verlag GmbH, 1990)
11. Στις παραπάνω σχετικές έρευνες-αναφορές,
που δείχνουν ότι η χημειοθεραπεία, εκτός της μεγάλης τοξικότητάς της, φαίνεται
ότι όχι μόνον τελικώς δεν καταστέλλει τον καρκίνο, αλλά μπορεί και να προάγει
την εξάπλωσή του, έρχεται να προστεθεί και μία σχετικώς πρόσφατη, όπου
ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρα Γιώργο Καραγιάννη του Κολλεγίου Ιατρικής
Άλμπερτ Αϊνστάιν στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, έδειξαν σε σχετική δημοσίευση την
επιβαρυντική επίπτωση της χημειοθεραπείας στο λεγόμενο «μικροπεριβάλλον του
όγκου της μετάστασης» (ΤΜΕΜ). Δεδομένου ότι, μέσω της μελέτης του ΤΜΕΜ, μπορεί
να προβλεφθεί αν οι καρκίνοι θα γίνουν επιθετικοί και μεταστατικοί, αυτή η
μελέτη έδειξε ότι η χημειοθεραπεία όντως μπορεί να αυξήσει τις περιοχές ΤΜΕΜ
και τα καρκινικά κύτταρα, τόσο στην κυκλοφορία του αίματος όσο και στους πνεύμονες.
(«Neoadjuvant chemotherapy induces breast cancer metastasis through a
TMEM-mediated mechanism». George S. Karagiannis, Jessica M. Pastoriza, Yarong
Wang, Allison S. Harney, David Entenberg. «Science Translational Medicine» 05
Jul 2017: Vol. 9, Issue 397, eaan0026 DOI: 10.1126/scitranslmed.aan0026)
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε
με βεβαιότητα, πως συγκλίνουσες επιστημονικές έρευνες, αναφορές, αλλά και
στοιχεία από όλον τον κόσμο αναδεικνύουν το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η
επιστήμη της Ιατρικής σήμερα έχει περιέλθει σε ένα πραγματικό αδιέξοδο στην
προσπάθειά της για την αντιμετώπιση ενός από τα μεγαλύτερα προβλήματα στον χώρο
της υγείας, αυτό του καρκίνου.
Γ. «Ανίατα» Νοσήματα.
«Ανίατα» νοσήματα θεωρούνται τα νοσήματα, που η σύγχρονη Ιατρική ελάχιστα έχει
να προσφέρει, όσον αφορά την αιτιολογική τους αντιμετώπιση, τις περισσότερες
φορές δηλώνει σχεδόν πλήρη αδυναμία να προσφέρει κάτι ουσιαστικό και
εξαντλείται κυρίως στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και την αποσόβηση των
οργανικών και λειτουργικών τους επιπτώσεων στον οργανισμό, χωρίς τις
περισσότερες φορές να μπορεί να αναστείλει την εξελικτική τους πορεία, γιατί
δεν μπορεί να αναστείλει την πρωτογενή τους αιτία. Τέτοια είναι: Τα αυτοάνοσα
νοσήματα, τα νευροεκφυλιστικά νοσήματα, οι βλάβες του κεντρικού νευρικού
συστήματος κ. ά. Τα περισσότερα από αυτά αποτελούν μία σύγχρονη μάστιγα, λόγω
του ότι συνδέονται με διάφορους παράγοντες του σύγχρονου τρόπου ζωής, όπως το
στρες, η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, η μόλυνση, η σύγχρονη διατροφή κλπ. Η
συμβατική Ιατρική στα παραπάνω νοσήματα λίγο-πολύ «σηκώνει τα χέρια ψηλά» και
δεν έχει να προσφέρει κάτι το ουσιαστικό και αυτή η αδυναμία της έγκειται
κυρίως στο γεγονός ότι αδυνατεί να προσεγγίσει διαγνωστικά και θεραπευτικά την
αληθινή πρωτογενή αιτία.
Είδαμε πολύ αναλυτικά ότι η
ουσιαστική φύση του ανθρώπου είναι ενέργεια και ειδικότερα παλλόμενη ενέργεια.
Έτσι, λοιπόν, σε αντίθεση με τη συμβατική Ιατρική που επιμένει να αντιμετωπίζει
τον άνθρωπο σαν κάτι υλικό, επιμονή που αποτελεί, όπως είναι φυσικό, τον βασικό
παράγοντα για την πολύπλευρη αναποτελεσματικότητά της και τα πολλαπλά αδιέξοδα
που έχει βρεθεί, οι ενεργειακές-ολιστικές θεραπείες, που αποσκοπούν στην
ενεργειακή αποκατάσταση της διαταραγμένης ενεργειακής ισορροπίας του πάσχοντος
οργανισμού, είναι φυσικό να είναι πολύ πιο αποτελεσματικές. Επίσης, η
ενεργειακή-ολιστική προσέγγιση της υγείας μας δίνει πολύ μεγάλες δυνατότητες,
τόσο σε διαγνωστικό, όσο και σε θεραπευτικό επίπεδο και όπως είναι φυσικό,
ανοίγει νέους μεγάλους ορίζοντες για την υγεία και την ευζωία του ανθρώπου. Η
πιο αποδοτική ενεργειακή-ολιστική θεραπεία σήμερα είναι η ηλεκτρομαγνητική
θεραπεία ή βιοσυντονισμός, θεραπεία που έχει ανοίξει πραγματικά ένα νέο πολύ
ελπιδοφόρο ορίζοντα στον χώρο της υγείας. Ας δούμε αναλυτικά πώς απαντάει η νέα
διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση, μέσω των εφαρμογών των παλμικών
ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, ή αλλιώς της
μεθόδου του βιοσυντονισμού, στα μεγάλα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη
και κατεστημένη επιστήμη της Ιατρικής.
Στον τομέα των
μικροοργανισμών η μέθοδος αυτή, ως διαγνωστική μέθοδος, έρχεται να καλύψει όλα
τα κενά που παρουσιάζουν οι συμβατικές μέθοδοι διάγνωσης, αφού αποδεικνύεται
μία εξαιρετικά αποδοτική και ακριβής μέθοδος για την ανίχνευση κάθε είδους
μικροοργανισμών σε οποιαδήποτε περιοχή του ανθρώπινου σώματος, εφόσον αυτό που
ανιχνεύεται, μέσω της μεθόδου, είναι μοναδικές και προσδιορισμένες
ταλαντώσεις-συχνότητες, αντί του υλικού-οργανικού αντικειμένου. Επίσης, όσον
αφορά τη θεραπεία, αποδεικνύεται το «απόλυτο όπλο» εξόντωσης κάθε είδους
(βλαπτικών για τον άνθρωπο) μικροοργανισμών, από τους πιο απλούς (ιοί), έως
τους πιο σύνθετους (έλμινθες), με ιδιαίτερα μεγάλη αποτελεσματικότητα και
μάλιστα χωρίς συνακόλουθες παρενέργειες. Επίσης, μία σημαντική ιδιαιτερότητα
αυτής της θεραπείας είναι, ότι δεν έχει ανατομικούς, παθολογοφυσιολογικούς, ή
άλλους φραγμούς, ή περιορισμούς (όπως η ανθεκτικότητα των μικροβίων) και μπορεί
να δράσει παντού αποτελεσματικά και μάλιστα χωρίς παρενέργειες, σε αντίθεση με
τα φάρμακα. Η πολύ μεγάλη αποτελεσματικότητα της μεθόδου οφείλεται στη
φιλοσοφία και στον τρόπο δράσης της. Οι μικροοργανισμοί, όπως και οτιδήποτε
υλικό-οργανικό, είναι στην ουσία παλλόμενη ενέργεια, δηλαδή ταλαντώσεις και
εφόσον αυτές οι ταλαντώσεις είναι ήδη γνωστές και καταγεγραμμένες, ως το
«ενεργειακό προφίλ», ή η μοναδική «ενεργειακή ταυτότητά» του, η εφαρμογή ενός
ανάστροφου παλλόμενου ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, στις ίδιες συχνότητες, έχει σαν
αποτέλεσμα την ακύρωση (μηδενισμό) των ταλαντώσεών του και άρα την εξαφάνισή
του!
Από εποχής του Αμερικανού
γιατρού και εφευρέτη-ερευνητή Royal Raymond Rife, ο καρκίνος απετέλεσε το
αντικείμενο έρευνας, προκειμένου να βρεθεί τρόπος αντιμετώπισής του. Αυτή
ακριβώς η έρευνα του Αμερικανού εφευρέτη ήταν και η αιτία για την ανακάλυψη της
πρωτοποριακής θεραπείας, μέσω των εφαρμογών των παλμικών ηλεκτρομαγνητικών
πεδίων ή βιοσυντονισμού. Η μέθοδος αυτή της θεραπείας εφαρμόζεται και για την
αντιμετώπιση της σύγχρονης μάστιγας του καρκίνου και έχει δώσει πολύ αξιόλογα
αποτελέσματα, ενώ υπάρχουν δεκάδες επιστημονικές μελέτες που επιβεβαιώνουν την
αποτελεσματικότητα της μεθόδου, χωρίς μάλιστα τις εξαιρετικά σοβαρές
παρενέργειες των συμβατικών μεθόδων θεραπείας, δηλαδή της χημειοθεραπείας και
της ακτινοβολίας. Το αποκορύφωμα αυτών
των μελετών και εφαρμογών είναι η άρση, εδώ και κάποια χρόνια, των απαγορεύσεων
για δοκιμές συσκευών ηλεκτρομαγνητικής θεραπείας ή βιοσυντονισμού για την
καταπολέμηση του καρκίνου, εκ μέρους της (γνωστής για την αυστηρότητά της)
αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας των Η.Π.Α., της FDA. Έτσι, η FDA έχει ήδη προβεί στην
έγκριση της θεραπείας διαφόρων τύπων καρκίνου, όπως του καρκίνου του εγκεφάλου
και συγκεκριμένα του γλοιοβλαστώματος, του μεσοθηλιώματος των πμευμόνων και του
καρκίνου του ήπατος, με αντίστοιχες συσκευές εφαρμογής παλμικών
ηλεκτρομαγνητικών πεδίων ή βιοσυντονισμού, ενώ έχουν δρομολογηθεί και εγκρίσεις
για ανάλογες θεραπείες, όπως των καρκίνων των ωοθηκών, του παγκρέατος, των πνευμόνων και του μαστού. Το γεγονός αυτό
σημαίνει πολλά για τον ελπιδοφόρο ορίζοντα που ανοίγεται μπροστά μας και
βασίζεται σε έναν τρόπο θεραπείας, που φέρνει πραγματική επανάσταση στις
κατεστημένες αντιλήψεις για την υγεία και ταυτόχρονα δίνει διέξοδο σε ένα από
τα μεγαλύτερα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου.
Δεν είναι μόνον ο καρκίνος
που μαστίζει τη σύγχρονη ανθρωπότητα, αλλά και χρόνια ως επί το πλείστο
νοσήματα, που λόγω της φύσης τους και της αδυναμίας της συμβατικής Ιατρικής για
ουσιώδη θεραπευτική παρέμβαση, θεωρούνται στην ουσία ανίατα. Φαίνεται, όμως,
ότι και γι’ αυτά ανοίγει μία νέα πολύ ελπιδοφόρα σελίδα στην αντιμετώπισή τους,
μέσω θεραπείας δια παλμικών ηλεκτρομαγνητικών πεδίων ή βιοσυντονισμού.
Πράγματι, έχει πολλαπλώς αποδειχθεί με δεκάδες αντίστοιχες επιστημονικές
μελέτες, ότι αυτός ο τρόπος θεραπείας έχει πολύ καλή αποτελεσματικότητα στα
θεωρούμενα ανίατα νοσήματα, όπως είναι η νόσος
Alzheimer, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η πλαγία αμυατροφική σκλήρυνση, η
επιληψία, η νόσος του Parkinson, ο ερυθηματώδης λύκος, ο σακχαρώδης διαβήτης
και οι επιπλοκές του, οι βλάβες και οι κακώσεις του κεντρικού νευρικού
συστήματος, οι κακώσεις της σπονδυλικής στήλης με συνοδό βλάβη του νωτιαίου
μυελού και άλλα συνήθως αυτοάνοσα, ή νευροεκφυλιστικά νοσήματα.
Είναι τελικώς πολύ
χαρακτηριστικό ότι συσκευές που παράγουν τεχνητά ηλεκτρομαγνητικά πεδία,
χρησιμοποιούνται θεραπευτικά σήμερα σε όλον τον κόσμο, όπως σε νοσοκομεία,
φυσιοθεραπευτήρια, ή από συμβατικούς και εναλλακτικούς γιατρούς, για την
θεραπεία πλήθους ασθενειών, από απλά μυοσκελετικά προβλήματα μέχρι σοβαρές
εκφυλιστικές ασθένειες (Naomi M. Schupak, Therapeutic uses of Pulsed Magnetic
Field exposure: a review»). Επίσης, αν και εν πολλοίς άγνωστο, είναι πολύ
χαρακτηριστικό ότι πριν την εδραίωση της φαρμακοβιομηχανίας ο χώρος αυτός είχε
γνωρίσει μεγάλη άνθιση, αφού το 1884 υπολογίζεται ότι στις Η.Π.Α.
ηλεκτρομαγνητικές θεραπείες ασκούσαν 10.000 γιατροί, ένας διόλου ευκαταφρόνητος
αριθμός για την εποχή («James Oschman, Energy Medicine, The scientific basis»).
Στην εποχή μας, στους
σχετικούς επιστημονικούς κύκλους έχει γίνει απόλυτα κατανοητό ότι τα τελευταία
χρόνια οι θεραπείες με ηλεκτρομαγνητισμό επανήλθαν στο προσκήνιο, αφού τα
αποτελέσματα τους είναι κατά πολλούς ισχυρότερα και ασφαλέστερα από κάθε άλλη
συμβατική ή εναλλακτική αντιμετώπιση και αποδεικνύουν πόσο σημαντική είναι η
βιολογική επίδραση των κατάλληλων ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στον άνθρωπο. Αυτός
είναι και ο λόγος που αυτό το είδος θεραπείας αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων η
πιο αποτελεσματική και ασφαλής σύγχρονη μέθοδος θεραπείας.
Δείτε σχετικά: