Ο Νίκος Καζαντζάκης, με το διορατικό του
πνεύμα, προφήτευε από το μακρινό 1957 : "O μεγαλύτερος κίνδυνος
σήμερα είναι η διάσταση που υπάρχει ανάμεσα διανοητικού και ηθικού
ανθρώπου. Ο διανοητικός άνθρωπος έχει φθάσει στο μαγικό, στο
υπεράνθρωπο, του έχει δοθεί τέτοια δύναμις, ενώ ηθικά είναι ανάπηρος.
Όταν εναρμονισθούν αυτά τα δύο, τότε θ'αποκτήσει κι' η ανθρωπότητα το
ισοζύγιο και θα γίνει ευτυχισμένη. Ο σημερινός άνθρωπος μου θυμίζει τον
θηριοδαμαστή που μπήκε στο κλουβί των θηρίων νομίζοντας πως η τίγρις
ήταν γυμνασμένη..." ( Συνέντευξη στο ελληνόφωνο περιοδικό
"Ελληνικοί Ορίζοντες", 1957).
Σε άλλο κείμενό του ("Απολογία"), επίσης έγραφε...
…Οι
προχωρημένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, παρασύροντάς μας στα οικονομικά
τους συμφέροντα, καθιστούν κάθε μέρα επαχθέστερη τη σχεδόν αποικιακή
εκμετάλλεψη που μας κάνουν….
…Ο
αγώνας, όπως τον αντιλαμβάνουμαι, δεν είναι απλώς οικονομικός. Η
οικονομική χειραφέτηση είναι μονάχα μέσο για την ψυχική και πνευματική
χειραφέτηση του ανθρώπου. Πρέπει να επιδιώκουμε να πραγματοποιηθεί η
υλική ευτυχία όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων, για να μπορέσει,
όταν πιά πετύχουμε το σκοπό αυτό, να μετατοπιστεί σέ υψηλότερο επίπεδο
το περιεχόμενο της ευτυχίας….
….Γύρισα στην Ελλάδα. Βρήκα τα δυο στρατόπεδα ν’ αντικρίζουν το μέγα ρούσικο πρόβλημα με παχυλήν αμάθεια. Θέλησα,
όπως ήταν χρέος μου, να διαφωτίσω όσους μπορώ —κομουνιστές και αστούς.
Έγραψα σειρές άρθρα, τύπωσα βιβλία μίλησα. Με άγρυπνη πάντα, και σκληρή
συχνά, αμεροληψία. Γι’ αυτό δεν ευχαρίστησα μήτε τους κομουνιστές μήτε
τους αστούς. Δεν πειράζει. Σκοπός μου δεν ήταν να ευχαριστήσω κανέναν,
μα να πω την αλήθεια…
- Για ν’
απαντήσω στην κατηγορία, είναι ανάγκη με λίγα λόγια απλά να διατυπώσω
τον τρόπο που αντικρίζω το σημερινό κοινωνικό πρόβλημα.
Τρεις είναι,
θαρρώ, οι επάλληλοι κύκλοι που πρέπει να φωτιστούν, αν θέλω η απολογία
μου τούτη ν’ αποχτήσει λογικόν ειρμό κι εξηγητική αξία:
α) Σε ποια παγκόσμια ιστορική στιγμή βρισκόμαστε σήμερα.
β) Ποιά είναι η θέση της Ελλάδας και το χρέος της στην ιστορική αυτή στιγμή.
γ) Ποιο θεώρησα ως ατομικό μου χρέος.
Πιστεύω ότι το αστικό καθεστώς είναι ανίκανο πια να ρυθμίσει τις σύγχρονες ανάγκες κι ανησυχίες του κοινωνικού συνόλου:
- Οικονομικώς —στηρίζεται στη ληστρική ατομική οργάνωση της παραγωγής και στην άνιση κατανομή του πλούτου.
- Κοινωνικώς —δεν υπάρχει πιά καμιά ηθική που να στηρίζει τις σχέσεις των ανθρώπων.
- Πολιτικώς —η άρχουσα τάξη διαχειρίζεται
την πολιτική εξουσία προς όφελος της, εις βάρος της μεγίστης
πλειονοψηφίας του λαού και αποδείχνεται μάταιη κάθε αλλαγή προσώπων ή
θεσμών.
Δεν
υπάρχει πιά στο αστικό καθεστώς ένα ανώτερο ιδανικό, που να δίνει
ευγένεια και συνοχή στις ενέργειες των ατόμων και των κρατών. Δεν
υπάρχει πίστη —δηλαδή ένας υπερατομικός ρυθμός, που να ρυθμίζει τις
σκέψεις, τα αιστήματα και τις πράξεις των ατόμων
Βρισκόμαστε
μπροστά σ’ ένα θέαμα, που όμοιό του παρατηρήθηκε στο τέλος κάθε
πολιτισμού. Μια τάξη —πρώτας οι ιερείς κι οι μάγοι, ύστερα οι
βασιλιάδες, ύστερα οι φεουδάρχες, ύστερα οι αστοί— παίρνουν την εξουσία,
γκρεμίζοντας την προηγούμενη τάξη. Κι ύστερα από καιρό, όταν πιά
περάσουν κι αυτοί όλα τα στάδια της ακμής και της παρακμής, έρχεται μια
άλλη τάξη —που θ’ ακολουθήσει την ίδια καμπύλη— και τους εκτοπίζει.
Τέτοιος είναι ο κυματισμός της Ιστορίας.
Η αστική
τάξη γκρέμισε τη φεουδαρχία, απέδωκε —σε θαμαστή ποσότητα και ποιότητα—
ό,τι μπόρεσε στη σκέψη, στην τέχνη, στην επιστήμη και στην πράξη. Τώρα
διαγράφει τη μοιραία καμπύλη προς τα κάτου.
Ζούμε την παρακμή τούτη, κι επομένως είναι πολύ δύσκολο να την αντιληφτούμε. Όμως, τόσο είναι γοργή η «αποσύνθεση, ώστε και οι πιο παχύδερμοι αρχίζουν ν’ ανησυχούν.
Και διαγράφουνται φανερά δυο ειδών προσπάθειες:
1. Άλλοι μάχουνται να συγκρατήσουν το αστικό καθεστώς, πολεμώντας κάθε αντίθετη ενέργεια και σκέψη.
2. Άλλοι μάχουνται να το ρίξουν, αντικαθιστώντας το με νέο —κατά την πεποίθησή τους δικαιότερο κι εντιμότερο— καθεστώς.
Οι
πρώτοι, οι συντηρητικοί, κρατούν την εξουσία κι έχουν, φυσικά, δικαίωμα
και χρέος να υπερασπιστούν την ιδεολογία τους και τα συμφέροντά τους.
Παραγνωρίζοντας τους αδυσώπητους νόμους της γέννησης, της ακμής και τής
φθοράς, ελπίζουν πως θα συμβεί τώρα, για πρώτη φορά στην Ιστορία, το
θάμα να διατηρηθεί αιωνίως η τάξη τους στην εξουσία.
Μα δεν υπάρχει παράδειγμα στην Ιστορία που ν’ αποδείγνει πως οι προσπάθειες των συντηρητικών καρποφόρησαν μέχρι τέλους.
Αν γινόταν
αυτό, η ζωή δε θα κινούσε από τις πρώτες σίγουρες και ατελέστατες μορφές
της. Θυμηθείτε την περίφημη φράση του Κουριέ: Όταν ο Θεός θέλησε να
δημιουργήσει τον κόσμο, οι συντηρητικοί γύρα του αγγέλοι φώναξαν:
«Κύριε, μην καταστρέφεις το χάος!» Μα ο Θεός δεν άκουσε τους
συντηρητικούς, δεν τους ακούει ποτέ !
Ποια τάξη θα διαδεχτεί το αστικό καθεστώς;
Ακλόνητα
πιστεύω η τάξη των εργαζομένων: εργάτες, αγρότες και πνευματικοί
παραγωγοί. Η τάξη αυτή πέρασε το πρώτο στάδιο —της φιλανθρωπίας- δεν
αποτείνεται πιά, όπως πριν από ένα αιώνα, στη φιλανθρωπία των πλούσιων,
δε ζητάει πιά ελεημοσύνη. Πέρασε έπειτα το δεύτερο στάδιο —της
δικαιοσύνης• δε ζητάει πια να καταλάβει την αρχή γιατί αυτό είναι το
δίκιο, βρίσκεται στο τρίτο και τελευταίο στάδιο: πιστεύει τώρα πως θα
πάρει την εξουσία, γιατί τέτοια είναι η ιστορική ανάγκη.
Κι έτσι
βρισκόμαστε σήμερα στο κρίσιμο σημείο, όπου μια τάξη, παρ’ όλη την
εξωτερική, ισχυρότατη εμφάνισή της, τρεκλίζει, σαλεύουν τα θεμέλια της,
έχασε την ψυχική της συνοχή —κι αποσυντίθεται. Αποσυντίθεται γιατί δεν
πιστεύει.
Μια άλλη
τάξη συντάζεται, οργανώνεται, πιστεύει. Μα δεν οργανώθηκε ακόμα εντελώς.
Δεν φωτίστηκε ακόμα όλη, δεν έλαβε ακόμα τέλεια συνείδηση της δύναμής
της —διατελεί ακόμα σκλάβα του σαπημένου κολοσσού.
Οι
παλιές αξίες έχασαν την πίστη που τις στήριζε και τους έδινε νόημα και
κύρος• οι νέες αξίες δημιουργούνται ολοένα, δεν πήραν ακόμα τη σταθερή
τους μορφή.
Σε τούτο ακριβώς το σημείο έγκειται η τραγικότητα της φοβερής, μεταβατικής εποχής που ζούμε.
Τρία γεγονότα καθιστούν τον κίντυνο που διατρέχει το αστικό καθεστώς ακόμα φοβερότερο:
α)
Για πρώτη φορά στην Ιστορία συμβαίνει τούτο το καταπληχτικό: Όλες οι
ήπειροι, και οι πέντε, λαβαίνουν τώρα μέρος σε μιαν ομαδική ενέργεια.
Για πρώτη φορά στην Ιστορία η Γης αποχτά ενιαία συνείδηση.
Οργανώνουνται, γύρα από τον ίδιο σκοπό, όλες οι φυλές —άσπρες, μαύρες
και κίτρινες. Η καταστροφή του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού είναι επαρχιακό
φαινόμενο μπροστά στη διαγραφόμενη σήμερα καταστροφή του αστικού
καθεστώτος.
β)
Δεύτερο γεγονός που εντείνει τον κίντυνο είναι το φοβερό ξύπνημα των
ασιατικών και αφρικανικών λαών. Για να τους μεταχειριστούν στον
παγκόσμιο πόλεμο, οι Ευρωπαίοι ξύπνησαν μέσα τους την εθνική συνείδηση
και τους υποσχέθηκαν, μετά τη νίκη, εθνική ελευτερία• Τους όπλισαν, τους
έμαθαν να πολεμούν και να σκοτώνουν Ευρωπαίους, γύρισαν στην πατρίδα
τους, οι υποσχέσεις δεν τηρήθηκαν, όλες οι αποικίες βρίσκουνται σε
επικίντυνο αναβρασμό και ζητούν ελευτερία.
γ)
Τρίτο γεγονός που επιτείνει στο ακρότατο τον κίντυνο του αστικού
καθεστώτος, είναι τούτο: Υπάρχει ένας αρχηγός σε όλη αυτή τη διμέτωπη
παγκόσμια κίνηση —αρχηγός τού παγκοσμίου Προλεταριάτου που ζητά
οικονομική χειραφέτηση, και συνάμα αρχηγός των ανατολικών λαών που
ζητούν εθνική χειραφέτηση. Ο αρχηγός αυτός είναι ένα κράτος τεράστιο, το
1/6 της Γης, με ισχυρότατο στρατό, με ανεξάντλητες πρώτες ύλες, με
επιστήμονες μεγάλους, με πολιτικούς οδηγούς αμείλιχτους —και προπάντων
με κάτι φοβερό, που δεν υπάρχει στον αντίπαλο κόσμο: με μια νέα Πίστη. Η
Ρουσία.
Η
Ρουσία προσπαθεί να δώσει το πρότυπο προλεταριακού κράτους. Στις
προλεταριακές μάζες του κόσμου διεγείρει έτσι τη μίμηση κι υποτυπώνει τη
σωτηρία. Στους ανατολίτικους λαούς εξαγγέλνει με μεγαλοφυή προπαγάντα
τα απλούστατα τούτα, εντελώς νοητά και αγαπητά στους ανατολίτικους
εγκεφάλους: «Διώξετε τους Ευρωπαίους, λυτρωθείτε από το ξένο Κεφάλαιο!
Γίνετε κύριοι του σπιτιού σας!»
Η Ρουσία δεν είναι πια η πρωτοπορία της Ευρώπης στην Ασία• μα η πρωτοπορία της Ασίας στην Ευρώπη.
Στις
απέραντες ρούσικες εχτάσεις γίνεται ένα πείραμα δύσκολο, αιματερό,
κρίσιμο. Όλοι, εχτροί και φίλοι, με μίσος ή με αγάπη, έχουν στραμμένα τα
βλέμματά τους στη Ρουσία. Αυτή είναι σήμερα, θέμε δε θέμε, το κέντρο
της Γης.
Η ψυχική
τούτη μεταπολεμική αγωνία, η οξύτατη συναίστηση πως είναι ανάγκη να
εξευρεθεί μια λύτρωση από τη σημερινή οικονομική, κοινωνική και πολιτική
αθλιότητα —και η σαφέστατα πιά διαγραφόμενη οργάνωση των δυο
στρατοπέδων, αποτελούν, σήμερα, τη Μεγάλη Παγκόσμια Πραγματικότητα.
Απέναντι στη Μεγάλη τούτη παγκόσμια Πραγματικότητα έχουμε τη Μικρή τοπική Πραγματικότητα της Ελλάδας.
Ποιά είναι η σχέση της Μικρής αυτής Πραγματικότητας με τη Μεγάλη;
Πολλοί
λεν: Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμα σε τόση οξύτητα, όσο σε άλλες
βιομηχανικώς πιο προηγμένες χώρες, η σαφής διαγραφή της πάλης των
τάξεων. Μόλις βγήκαμε από τη φεουδαρχία των Τούρκων και των
δημογερόντων, η αστική τάξη ακόμα δεν πρόλαβε ν’ αναπτύξει όλες της τις
δυνατότητες, οι εργάτες μας κι οι αγρότες προλετάριοι είναι λίγοι, κι οι
περισσότεροι αφώτιστοι κι ανοργάνωτοι. Πάλη των τάξεων σε μας δεν
μπορεί να υπάρχει. Είμαστε φύσει συντηρητικοί, δε θ’ αφήσουμε την μπόρα
να περάσει τα σύνορά μας. Αυτά λεν.
Έχω την
πεποίθηση πως ανατροπή του καθεστώτος στην Ελλάδα, αν η Ελλάδα ήτανε
δυνατόν να ’ναι εντελώς απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, δε θα
γινόταν παρά ύστερα από αιώνες. Όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε τα τρία
τούτα αναντίρρητα γεγονότα:
α) Σήμερα καμιά χώρα δεν μπορεί να ’ναι απομονωμένη και καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να εντοπίσει την ιδέα σέ σύνορα γεωγραφικά.
β) Οι προχωρημένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, παρασύροντάς μας στα οικονομικά τους συμφέροντα, καθιστούν κάθε μέρα επαχθέστερη τη σχεδόν αποικιακή εκμετάλλεψη που μας κάνουν. Είμαστε δεμένοι, θέλουμε δε θέλουμε, στο καπιταλιστικό άρμα της Ευρώπης και της Αμερικής, κι όλα τους τα οικονομικά προβλήματα έχουν άμεσο και βαρύ αντίχτυπο σε μας.
γ)
Δεν πρέπει να ξεχνούμε και τούτο: Ό,τι πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο
Πόλεμο θ’ απαιτούσε γενεές ολόκληρες να διαπλαστεί και να ωριμάσει, σήμερα, σε ελάχιστο χρόνο, γίνεται αντιληπτό
κι αγωνίζεται να μετουσιωθεί, ταχύτατα, σε πράξη. Να γιατί η πάλη των
τάξεων άρχισε κιόλας στην Ελλάδα και κάθε μέρα, το βλέπουμε όλοι,
οξύνεται.
Ξέρω, το
τέλειο, το σίγουρο θα ήταν να είχαμε κι εμείς, στην Ελλάδα, φυσιολογικά
περάσει όλες τις μορφές του ξετυλιμού, να είχαμε, με υπομονή, με αγώνα
δικό μας, διανύσει κανονικά όλα τα στάδια.
Μα
όλα στον κόσμο τούτον δε γίνουνται με τόση συνέπεια και λογική. Πολλά
είδη φυτών και ζώων χάθηκαν, πολλές ιστορίες λαών απόμειναν στη μέση,
γιατί δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν και να παρακολουθήσουν το ρυθμό της
ανερχόμενης, αμείλιχτης για τους καθυστερημένους, ζωής. Θα ήταν βέβαια
λογικό και φιλάνθρωπο να τους δοθεί προθεσμία να ωριμάσουν. Μα
προθεσμία, στη Φυσική και στην Ιστορία, ποτέ δε δίνεται. Όποιος μπορεί,
ας σωθεί!
Σε όλη τη
Γης η στιγμή είναι κρίσιμη• στην Ελλάδα, ακόμα κρισιμότερη. Γιατί από
λόγους ιστορικούς και φυλετικούς μείναμε εξαιρετικά πίσω. Ο καιρός που
μας απομένει να προσαρμοστούμε μ’ ένα παγκόσμιο ρυθμό, γοργότερο από το
ρυθμό της ελληνικής ανάγκης, ο καιρός αυτός είναι, κατά πάσα πιθανότητα,
λίγος.
Η μπάρα θα
έρθει, θέλοντας και μη, είτε είμαστε έτοιμοι είτε μή• δε θα μας κάμει τη
χάρη να μας περιμένει να ωριμάσουμε πρώτα. Η Μικρή ελληνική
Πραγματικότητα θα παρασυρθεί από τη Μεγάλη.
Ποιό είναι
το χρέος μας; Να ετοιμαζόμαστε. Πώς; Μορφώνοντας σαφή ιδέα της ιστορικής
στιγμής που περνούμε, φωτίζοντας το λαό και δίνοντας νέο, υψηλότερο
περιεχόμενο στις έννοιες της εργασίας, της δικαιοσύνης και της αρετής.
Έτσι μονάχα
θα μπορέσουν οι μάζες να ’ναι έτοιμες να μεταβούν από τη συναίστηση των
δικαιωμάτων τους στην πραγμάτωση των υποχρεώσεών τους. Έτσι μονάχα, όταν
θα έρθει η μοιραία στιγμή, θα μπορέσουν ν’ αναλάβουν ευθύνες.
Ο
αγώνας, όπως τον αντιλαμβάνουμαι, δεν είναι απλώς οικονομικός. Η
οικονομική χειραφέτηση είναι μονάχα μέσο για την ψυχική και πνευματική
χειραφέτηση του ανθρώπου. Πρέπει να επιδιώκουμε να
πραγματοποιηθεί η υλική ευτυχία όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων,
για να μπορέσει, όταν πιά πετύχουμε το σκοπό αυτό, να μετατοπιστεί σέ
υψηλότερο επίπεδο το περιεχόμενο της ευτυχίας.
Την
προσπάθεια τούτη, όπως είναι φυσικό, το αστικό καθεστώς αγωνίζεται να
την πνίξει. Η νέα ιδέα χαραχτηρίστηκε πάντα ανήθικη και εγκληματική από
τους υπερασπιστές της εγκαταστημένης εξουσίας. Πολύ φυσικό γιατί η νέα
ιδέα τίποτα άλλο δεν είναι παρά ο σπόρος μιας νέας πραγματικότητας και
θέλει να πιάσει τη γης, ξεριζώνοντας όλες τις αγαπητές σε πολλούς, μα
άγονες πια και εμπόδιο για τη ζωή, παλιές ιδέες. Θυμηθείτε τι έγινε
στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους πως οι εθνικοί, οι υπερασπιστές του
παλιού καθεστώτος, ύβρισαν, εσυκοφάντησαν, καταδίωξαν, προσπάθησαν να
πνίξουν τη νέα Ιδέα.
Έτσι
επισκοπώντας τον παγκόσμιο Κύκλο, ετοποθέτησα το μικρό τόξο του κύκλου
—την Ελλάδα— και μέσα στο τόξο αυτό, το ελάχιστο σημείο της ατομικής
ενέργειας.
Ένιωσα
επιταχτικό το χρέος μου να σχηματίσω καθαρή κι αμερόληπτη ιδέα για το
μεγαλύτερο σημερινό πρόβλημα που ρυθμίζει την εποχή μας —για το ρούσικο
πρόβλημα.
Ό,τι είχα
διαβάσει ήταν αντιφατικό, γιομάτο επιπολαιότητα και μεροληψία. Άλλοι
παρίσταναν τη Ρουσία ως Παράδεισο, άλλοι ως Κόλαση. Έπρεπε μονάχος μου
να δω και να σχηματίσω δική μου γνώμη.
Στην κρίσιμη
στιγμή που ζούμε, ήξερα πως ο άνθρωπος έχει χρέος να λάβει, με επίγνωση
κι αποφασιστικά, μια θέση ορισμένη —δεξά ή ζερβά— στην παγκόσμια μάχη.
Σε
άλλες εποχές, ηρεμίας κι ισορρόπησης, έχει το δικαίωμα το άτομο ν’
αποσυρθεί στην ερημία ή να φροντίζει μοναχά για τη βολική επικοινωνία
του με τους άλλους ανθρώπους. Μα στη σημερινή μας εποχή, μια τέτοια
εγωιστική απομόνωση κι ένας τέτοιος βολικός συμβιβασμός θά ’ταν
αποτρόπαιη αναντρία.
Ιδού τι
ψυχικές και πνευματικές ανάγκες μ’ έσπρωχναν να πάω στη Ρουσία. Πήγα,
έμεινα μήνες, ξαναπήγα, μελέτησα με προσοχή κι αγωνία, βρέθηκα μπροστά
σ’ ένα καταπληχτικό πείραμα, που με γιόμωσε ταραχή, συγκίνηση κι ελπίδα.
Δε
βρήκα στη Ρουσία μήτε τον Παράδεισο, όπως διαλαλούσαν οι απλοϊκοί από
τους κομουνιστές, μήτε την Κόλαση, όπως βεβαίωναν οι χαιρέκακοι και
τρομαγμένοι αστοί. Μα βρήκα τη Γης ετούτη, όπου μάχεται ο
άνθρωπος, ψάχνοντας, δοκιμάζοντας, πειραματιζόμενος, να βρει μια
διέξοδο, ν’ ανοίξει ένα δρόμο ανάμεσα ενούς κόσμου παλιού, που δεν
μπορεί πια να τον ανεχτεί η ψυχή του και του νέου ιδανικού που μάχεται,
του κάκου να φτάσει.
Αυτή η φοβερή προσπάθεια, που ακόμα δεν τελείωσε, με γιόμωσε σεβασμό και αγωνία. Ό,τι
κυρίως αποκόμισα από τη Ρουσία είναι τούτο: Εμπιστοσύνη στην
ανθρωπότητα, εμπιστοσύνη που την είχα χάσει, ζώντας με τους αστούς.
Γύρισα στην Ελλάδα. Βρήκα τα δυο στρατόπεδα ν’ αντικρίζουν το μέγα ρούσικο πρόβλημα με παχυλήν αμάθεια. Θέλησα,
όπως ήταν χρέος μου, να διαφωτίσω όσους μπορώ —κομουνιστές και αστούς.
Έγραψα σειρές άρθρα, τύπωσα βιβλία μίλησα. Με άγρυπνη πάντα, και σκληρή
συχνά, αμεροληψία. Γι’ αυτό δεν ευχαρίστησα μήτε τους κομουνιστές μήτε
τους αστούς. Δεν πειράζει. Σκοπός μου δεν ήταν να ευχαριστήσω κανέναν,
μα να πω την αλήθεια.
Δεν είμαι μήτε στενοκέφαλος αρνητής μήτε επιπόλαιος υμνητής.
Και τούτο,
γιατί δεν είμαι άνθρωπος πραχτικής ενέργειας- μα ένας άνθρωπος που σκοπό
έχει θέσει στη ζωή του την προσπάθεια να σκεφτεί και να διατυπώσει τη
σκέψη του. Γι’ αυτό έχω τη δύναμη και συνάμα το δικαίωμα να βλέπω μιαν
ιδέα ολοκληρωτικά, με τη λάμψη και τις σκιές της.
Αν ήμουν
«άνθρωπος δράσεως», θα υπερτροφούσα όσα συνέφερναν τη δράση μου και θ’
ατροφούσα —συνειδητά ή ασύνειδα— ό,τι θα εμπόδιζε τη δράση μου και θα
εξάγγελνα τότε χοντροκομμένα, ευκολονόητα δόγματα.
Δεν
είμαι τόσο αφελής να πιστεύω πως μια ιδέα διατυπούμενη μεταβάλλεται
αμέσως σε πραγματικότητα. Σκοπός μου ήταν να κάμω όσους μπορούν να
σκεφτούν ν’ αντικρίσουν βαθύτερα την ιστορική εποχή που ζούμε, να
ετοιμαστούν για μιαν Αναγέννηση της ατομικής και κοινωνικής ζωής τους• Αναγέννηση ψυχική βέβαια στην αρχή, ύστερα πνευματική και κοινωνική και τέλος, με τον καιρό, οικονομική και πολιτική.
Έτσι
βοηθούσα κι εγώ, με τις ελάχιστες ατομικές δυνάμεις μου, ν’ ανοιχτεί και
για την Ελλάδα η μόνη οδός, η πιο λογική και η πιο σύντομη, της
σωτηρίας: Η βαθμιαία προσαρμογή της Μικρής ελληνικής Πραγματικότητας στη
Μεγάλη.
Αυτά πιστεύω
και διακήρυξα. Βέβαια, έχετε δικαίωμα και χρέος να χτυπήσετε την ιδέα
όσο μπορείτε. Το δίλημμα όμως που σας τίθεται, είναι, νομίζω, φοβερό: Να
χτυπήσετε, δημιουργείτε εύκολα ήρωες και μάρτυρες• κι έτσι, όπως πάντα
έγινε, βοηθάτε στο θρίαμβο της νέας πίστεως. Να μη χτυπήσετε, αφήνετε
ανενόχλητη την ιδέα να υπονομεύει τα παλιά θεμέλια και να τα ρίχνει.
Ό,τι κι αν
κάνετε, όσος καιρός κι αν περάσει, έχω, κύριοι δικαστές, την πεποίθηση
πως πάντα οι λίγοι θα πληθαίνουν, πάντα οι αδικημένοι θα δυναμώνουνται,
πάντα η τάξη που αδικεί θα πέσει.
Αυτή είναι η
σκέψη μου. Εθεώρησα χρέος μου να τη διατυπώσω με απόλυτη ειλικρίνεια.
Χρέος δικό σας, αν βρίσκετε τη σκέψη μου κολάσιμη, να με τιμωρήσετε.