ΟΙ ΜΙΝΩΪΤΕΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΗΝ ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΝΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ...
Ο άνθρωπος, όπως και οτιδήποτε υπαρκτό σ’ αυτόν τον κόσμο,
γεννιέται να διατρέχει έναν κύκλο και να πεθαίνει, αφήνοντας πάντα τον σπόρο για
μια νέα ζωή, υπακούοντας έτσι στον υπέρτατο «νόμο της περιοδικότητας», που έχει
σαν «καμβά» για ν’ αναπτυχθεί έναν «συμπαντικό παλμό» που σαν αναπνοή δίνει
οντότητα σε οτιδήποτε επιστητό και το κάνει να υπάρχει. Βέβαια γεννιέται πάντα
με ένα μεγάλο μειονέκτημα, την «ασυνειδητότητα», αφού μαθαίνει να
αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με έναν ορισμένο τρόπο, σαν έναν δικό του
«κόσμο» μια δική του πραγματικότητα, που δεν είναι ότι αντικειμενικά υπάρχει,
αφού το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του κόσμου δεν είναι δυνατόν να το νοιώσει
με τις αισθήσεις του, η να το βιώσει, παραμένοντας γι’ αυτόν ένα τεράστιο
«κενό», σαν το διάστημα ανάμεσα στα ουράνια σώματα στον μακρόκοσμο, ή σαν την
τεράστια απόσταση ανάμεσα στον πυρήνα του ατόμου και τα ηλεκτρόνιά του στον
μικρόκοσμο. ∆ιατρέχει λοιπόν μια πορεία σ’ αυτήν την ζωή, είτε μέσα στο σκοτάδι
της άγνοιας, είτε ανηφορίζοντας το μονοπάτι της «επίγνωσης», σαν άλλος
πολύπαθος Οδυσσέας που ταξίδεψε πολύ, είδε πολλούς, και πολλά και «νόον έγνω».
Με τον τρόπο αυτόν, που πορεύεται και εξελίσσεται ο άνθρωπος μέσα στον
χωροχρόνο, φαίνεται να μοιάζει ο τρόπος που πορεύονται και εξελίσσονται οι ανθρώπινοι
σχηματισμοί: οι φυλές, τα έθνη και οι πολιτισμένες ανθρωπότητες. Μέσα στα
εκατομμύρια χρόνια ιστορίας του πλανήτη γη και στα δεκάδες χιλιάδες χρόνια
ιστορίας του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη γη, έχουν καταγραφεί πολλά στοιχεία και
υπάρχουν μέχρι σήμερα πολλές ενδείξεις, που δείχνουν ότι υπήρξαν κάποιες
πολιτισμένες ανθρωπότητες που διέτρεξαν τον ιστορικό τους κύκλο. Η
«ασυνειδητότητα», όμως, που κατατρέχει τον κάθε άνθρωπο δια μέσου των αιώνων,
κατατρέχει στον ίδιο βαθμό και την κάθε ανθρωπότητα που αναπτύχθηκε και
δημιούργησε πολιτισμό πάνω στη γη. Το περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο ο Πλάτων
δια στόματος του Αιγύπτιου ιερέα προς τον Σόλωνα: «Το ρεύμα τ’ ουρανού
...αφήνει ζωντανούς ανάμεσά σας μόνο τους αγράμματους και έτσι πρέπει ν’
αρχινάτε πάλι απ’ την αρχή σαν παιδιά, χωρίς να ξέρετε τίποτα απ’ όσα συνέβησαν
στην αρχαιότητα...» Φαίνεται ότι αυτή η ασυνειδητότητα εκφράζεται σαν μια τάση
«χωριστότητας» ή «Λήθης» από το ιστορικό μας γίγνεσθαι, την φύση μας, την
ουσιαστική ύπαρξή μας και το ίδιο το σύμπαν. Μια «χωριστότητα» απ’ ότι πιο
κοντινό μας αφορά, όπως το πνεύμα μας, το σώμα μας, την οικογένειά μας, τους
συνανθρώπους μας, την κοινωνία μας, το φυσικό μας περιβάλλον και ότι πιο
απώτερο, όπως την ιστορία μας, τις αξίες μας, τον πλανήτη μας και το σύμπαν
ολόκληρο.
Σήμερα αυτό μπορεί να γίνει ακόμη πιο κατανοητό στον
σύγχρονο άνθρωπο, αφού αυτός έχει βρεθεί σε ένα οριακό πράγματι σημείο,
δεδομένου ότι ο υποτιθέμενος φορέας της γνώσης, η επιστήμη, σε λιγότερο από
έναν αιώνα έκανε πολλαπλάσια άλματα απ’ ότι τα έξι περίπου χιλιάδες χρόνια που
αριθμεί ως πολιτισμένη η τωρινή ανθρωπότητα σ’ αυτόν τον πλανήτη. Η
επιστημονική γνώση, όμως, και η συνεπακόλουθη τεχνολογική πρόοδος μπορεί να
έδωσαν αγαθά και ευδαιμονισμό στον σύγχρονο άνθρωπο αλλά ταυτόχρονα τον
ξεστράτισαν από τον δρόμο της επίγνωσης της αληθινής γνώσης, της (μη-λήθης)
«αλήθειας». Το άρμα της επιστημονικής γνώσης κουβαλάει όλο και πιο μακριά τον
σύγχρονο άνθρωπο, στον τόπο της «χωριστότητας», με ότι κακά συνεπάγεται αυτό,
ως αντίβαρο στα αγαθά που του δίνει και αναδύει όλο και περισσότερο στην εποχή
μας την αναγκαιότητα να επανασυνδεθούμε με την βαθύτερη ύπαρξή μας, με την γη
και με το σύμπαν και να συνειδητοποιήσουμε τους εαυτούς μας σαν κομμάτια μιας
ευρύτερης Ύπαρξης και μιας ευρύτερης ιστορίας. Να αντιληφθούμε τους εαυτούς μας
ταυτόχρονα «Όλον και μέρος του Όλου», να προσεγγίσουμε και να επιγνώσουμε όσο
μπορούμε αυτήν την θεία πνοή, που ο Πυθαγόρας θεωρούσε ότι κατακλύζει τους
πάντες και τα πάντα, να πάψουμε να βαυκαλιζόμαστε και να επαναπαυόμαστε ότι
δήθεν σπουδάζουμε και γνωρίζουμε τον κόσμο, ιδιαίτερα όλοι εμείς που θεωρούμε
τους εαυτούς μας επιστήμονες και αναζητητές της γνώσης, την στιγμή που δεν
κάνουμε τίποτα άλλο, σπουδάζοντας μοναδιαία και αποσπασματικά ότι βρίσκεται σε
πλήρη διαπλοκή και αλληλεξάρτηση με άπειρο αριθμό άλλων σ’ ένα μεγαλειώδες
«Όλον», από το να στενεύουμε τον ορίζοντα των ματιών της ψυχής μας, να
«βλέπουμε το δένδρο και να χάνουμε το δάσος». Έτσι ο σημερινός άνθρωπος,
φυλακισμένος στον στενεμένο ορίζοντα της «γνώσης» του, καταπλακωμένος από το
υπερτροφικό εγώ του, αποσυνδεδεμένος από την ολιστική ύπαρξη του, μεθυσμένος
από τον προσπορισμό όλο και περισσότερων υλικών αγαθών, που δεν κάνουν όμως
τίποτα περισσότερο από το να τον απομακρύνουν όλο και περισσότερο από τις αληθινές
πηγές «συμπαντικής ενέργειας», στρέφεται ενάντια στις «θείες δυνάμεις» που τον
γέννησαν και τον κρατούν στην αγκαλιά τους, στην ίδια του την ύπαρξη, βάζοντας
σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια του την επιβίωση. Κάτοχος ενός τεράστιου
πυρηνικού οπλοστασίου, που ένα και μόνο μικρό μέρος του μπορεί να αφανίσει σε
ελάχιστο χρονικό διάστημα κάθε ίχνος ζωής, μολύνει συνεχώς με τις μηχανές του
και κάθε είδους απόβλητα το περιβάλλον του, διαταράσσοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό
την εύθραυστη ισορροπία του οικοσυστήματος που ζει και βάζοντας σε μεγάλη
δοκιμασία το σπίτι του, τον ζώντα οργανισμό που λέγεται «Γη» και πάνω του
βρίσκεται. Μόλυνση του περιβάλλοντος, τρύπα του όζοντος, φαινόμενο του
θερμοκηπίου, λιώσιμο των πάγων, πλημμύρες πρωτοφανείς, καιρικές μεταβολές και θεομηνίες,
να μία από τις αλυσίδες της καταστροφής που είναι τόσο ορατή πλέον στις μέρες
μας. Παράλληλα, πόλεμοι, αδικία, συνεχής και αμείλικτος ανταγωνισμός των
ανθρώπων για επικυριαρχία -και όχι για συνύπαρξη- συσσωρεύουν συνεχώς αμέτρητη
«αρνητική» ενέργεια στην ανθρωπότητα. Και είναι η συμπεριφορά αυτή του άνθρωπου
μια φοβερή ύβρις, μια απύθμενη ασέβεια, μια απροσμέτρητη αλαζονεία και
απερισκεψία εναντίον της «θείας» φύσης, της «θείας» πνοής που ενυπάρχει παντού.
Αλλοίμονο, πόσο αλήθεια μοιάζει η εναντίωση αυτή, η ασέβεια, η ύβρις και η
αλαζονεία προς «το θείον» με την ασέβεια, την ύβρι και την αλαζονεία προς τους
«θεούς» όλων των θρησκειών και των προϊστορικών μνημών όλων των λαών επί της
γης που προηγήθηκαν της τιμωρίας του ανθρώπου και της φυσικής καταστροφής του,
όποτε αυτή έγινε. Ιστορεί ο Πλάτων στον «Κριτία»: «Όταν το θεϊκό στοιχείο που
είχαν μέσα τους εκφυλίσθηκε, άρχισαν να συμπεριφέρονται άσχημα και έγιναν κακοί
άνθρωποι. Τους κυρίευσε το πάθος του πλούτου και η μανία της πλεονεξίας. Έτσι ο
Θεός βλέποντας πως ο καλός λαός πήρε τον κατήφορο, αποφάσισε να τον τιμωρήσει».
Και ο Ησίοδος στην «Θεογονία» του αναφέρει: «Η δεύτερη γενιά των ανθρώπων ήταν
ασεβής και καταστρεπτική και ούτε στο σώμα ούτε στην ψυχή έμοιαζε με την
πρώτη». Την ασέβεια θεωρούσε και ο Απολλόδωρος ως αιτία της τιμωρίας εκείνων
των ανθρώπων με τον Κατακλυσμό: «Αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεπεράσει τους πάντες
σε ασέβεια και ο ∆ίας θέλοντας να τους τιμωρήσει προκάλεσε τον κατακλυσμό. Τους
έριξε ραγδαία βροχή και πολλά μέρη της Ελλάδος κατακλύσθηκαν με νερό, οι
άνθρωποι χάθηκαν και όσοι κατάφεραν να ξεφύγουν κατέφυγαν στα γύρω ψηλά βουνά.
Τότε ήταν που χωρίσθηκε και ο Όλυμπος από τον Κίσσαβο λόγω των σεισμών και
σχηματίσθηκαν τα στενά των Τεμπών». Τα ίδια αυτά γεγονότα περιγράφει και η Βίβλος
στην Γένεση με ανάλογο τρόπο: «Καί είπεν ο Θεός προς τον Νώε. το τέλος της
πάσης σαρκός ήλθεν διότι η γη ενεπληρώθη αδικίας από αυτών, καί ιδού θέλω
εξολοθρεύσει αυτούς καί την γην... Καί έγινε ο κατακλυσμός τεσσαράκοντά ημέρας
επί της γης... Καί έκραταιούντο τα ύδατα, καί επληθύνθησαν σφόδρα επί της
γης... Καί απέθανε πάσα σαρξ των πτηνών, των κτηνών καί των ερπετών καί πας
άνθρωπος... Ύστερον εκλείσθησαν αι πηγαί της Αβύσσου, καί οι καταρράκται του
ουρανού...». Η ίδια εφιαλτική εικόνα της τιμωρίας των ασεβών ανθρώπων έχει
καταγραφεί, με ανάλογο τρόπο, στην προϊστορική μνήμη όλων των λαών που
ανέπτυξαν πολιτισμό, όπως οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι που αναφέρουν στο ιστορικό τους
έπος «Γκιλγκαμές»: «Ξεχύθηκε ένα τεράστιο μαύρο σύννεφο, που έπεσε ορμητικά
στην γη... Και όλο και ανέβαιναν τα νερά, που έφθασαν σε ύψος τα τριάντα μέτρα,
και όλοι οι άνθρωποι τότε χάθηκαν. Όταν ο Γκιλγκαμές κοίταξε την γη και είδε
ότι όλα, άνθρωποι, ζώα, πτηνά, ερπετά είχαν γίνει βούρκος, και όσοι από τους
θεούς σώθηκαν, κατέφυγαν στα βουνά...».
Υπάρχουν πολλές αναφορές και πολλά στοιχεία σε μυθολογίες,
παραδόσεις, ιερά και άλλα κείμενα, που πείθουν ότι η προϋπάρξασα της
καταστροφής ανθρωπότητα είχε φθάσει σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού και
τεχνολογικής προόδου, έτσι ώστε εύκολα αναγνωρίζαμε εμείς οι σημερινοί άνθρωποι
την χρήση από τους προϊστορικούς ανθρώπους συγχρόνων επιστημονικών και
τεχνολογικών επιτευγμάτων, όπως η πυρηνική ενέργεια και οι πτητικές μηχανές.
Στην «Θεογονία» του ο Ησίοδος περιγράφοντας λεπτομέρειες από τον πόλεμο μεταξύ
Θεών και Τιτάνων, περιγράφει εναργέστατα μία πυρηνική έκρηξη όπως πολύ καλά την
γνωρίζουμε σήμερα: «... Έβραζε η γη και η απέραντη θάλασσα, και τους Τιτάνες
τους τύλιξε μια καυτή πνοή. Και όπως η φλόγα ανέβαινε στον ουρανό, όσο και αν
ήσαν γενναίοι, οι Τιτάνες τυφλώθηκαν. Τους τύφλωσε η λευκωπή λάμψη των
κεραυνών. Ζέστη και πρωτοφανέρωτη φωτιά ξεχύνονταν παντού, και αυτό που έβλεπαν
τα μάτια και άκουγαν τ' αυτιά ήταν σαν να χαν σμίξει ο ουρανός και η γη...».
Στην «Γένεση» της Βίβλου τα Σόδομα και τα Γόμορα καταστρέφονται με πυρηνική
έκρηξη σαν την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι και η γυναίκα του Λώτ, που παραβαίνει
τις οδηγίες των Αγγέλων, να μη γυρίσει πίσω να δει, γίνεται «στήλη άλατος»
προφανώς από το θερμικό κύμα της εκρήξεως: «... Καί έβρεξεν ο Κύριος επί τα
Σόδομα καί τα Γόμορα θείον καί πυρ εξ ουρανού, καί κατέστρεψε τάς πόλεις αυτάς,
καί πάντα τα περίχωρα, καί πάντας τους κατοίκους των πόλεων, καί τα φυτά της
γης καί βλέψας ο Λώτ, επί τα Σόδομα καί τα Γόμορα καί εφ’ όλην την γήν της
περιχώρου, είδε, καί ιδού ανέβαινε καπνός από της γης ως καμίνου...».
Και στα αρχαία ινδικά κείμενα υπάρχουν πάρα πολύ παραστατικές περιγραφές
αναλόγων τέτοιων πυρηνικών εκρήξεων όπως στην ∆ούργα: «Μεγάλη φωτιά βγήκε από
το στόμα του Ίντρα και των άλλων θεών. Οι θεοί έβλεπαν αυτήν την φωτιά ψηλή σαν
βουνό και υπέρλαμπρη τόσο ώστε να καταλαμβάνει όλο το τοπίο... Τότε όλοι οι
κόσμοι διαταράχθηκαν, οι θάλασσες κλυδωνίσθηκαν, σείσθηκε η γη κα τα βουνά
κλονίσθηκαν...». Και στην ινδική Βίβλο «Μαχαμπαράτα» η περιγραφή μιας τέτοιας
πυρηνικής εκρήξεως θα μπορούσε να είναι ενός σημερινού αφηγητή: «Ήταν ένα βλήμα
που μέσα του έκλεινε την δύναμη του σύμπαντος. Ήταν μια στήλη από καπνό και
εκτυφλωτική φλόγα, σαν δέκα χιλιάδες ήλιοι, που σηκώθηκε με όλη την δύναμη
της... Ήταν ένα νέο και άγνωστο όπλο, ένας κεραυνός που έκανε στάχτη την φυλή
των Βρίσνις καί των Ανδάκας... Τα κορμιά κάηκαν, και κανείς δεν μπορούσε να τ’
αναγνωρίσει. Τα μαλλιά και τα νύχια έπεσαν. Τα πουλιά έγιναν κάτασπρα... Μετά
από μερικές ώρες όλα τα τρόφιμα είχαν μολυνθεί... Για να γλυτώσουν απ’ αυτήν
την φωτιά, οι στρατιώτες έπεσαν μέσα στα ποτάμια... Άρχισε να φυσάει ένας
καυτός άνεμος... Το Σύμπαν τυλίχτηκε με τόση ζέστη σαν να ήταν άρρωστο με
δυνατό πυρετό. Οι ελέφαντες και τ’ άλλα ζώα κτυπήθηκαν από την δύναμη αυτού του
όπλου... Τα νερά ζεστάθηκαν τόσο, ώστε ότι ζούσε μέσα τους άρπαξε φωτιά... Οι
φοβεροί πολεμιστές έπεσαν κάτω σαν κομμένα δέντρα... Οι τεράστιοι ελέφαντες
κάηκαν σαν τα ξύλα κι' έπεσαν στο χώμα σαν σωροί από στάχτες... Οι άνθρωποι
έφυγαν τρέχοντας για να ξεφύγουν απ’ αυτό το φοβερό όπλο, αλλά όλοι τους κάηκαν
σαν τα ξερά χόρτα... Τ’ άλογα, τ άρματα, όλα κάηκαν απ αυτήν την φωτιά,
μοιάζοντας με τις κορφές των δέντρων σ’ ένα δάσος πού άρπαξε φωτιά...». Μέσα
από αυτήν την αντίληψη της χρήσεως της πυρηνικής ενέργειας, ακόμη και για
πολεμικούς σκοπούς από ανθρώπους (και «θεούς»;) της απώτερης ιστορίας, θα
έπρεπε να δούμε με άλλο μάτι και τον μύθο της κλοπής της πυράς από τον
Προμηθέα. Η «φωτιά» αυτή που έκλεψε ο Προμηθέας από τους θεούς δεν θα μπορούσε
να είναι η κοινή φωτιά, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν θα απέφερε τέτοια δεινά
στην ανθρωπότητα. Αυτή η κλοπή, ταιριάζει πολύ περισσότερο με την μεταφορά της
γνώσεως της πυρηνικής ενέργειας από τους «γνώστες θεούς» στους ανθρώπους. Ο
Ησίοδος στο «Έργα και Ημέραι» του λέει σχετικά: «...Γιε του Ιαπετού, πιο έξυπνε
απ’ όλους τους ανθρώπους, γελάς που μου έκλεψες την φωτιά, αλλά, δύστυχε,
κατεργάσθηκες την συμφορά σου μ’ αυτό και την συμφορά όλων των ανθρώπων...».
Και ο Οράτιος αναφερόμενος στο ίδιο μυθολογικό γεγονός επισημαίνει: «...Ο
Προμηθέας έφερε το πυρ στους ανθρώπους, προσφέροντας τους κακή υπηρεσία και
κακή γνώση... Μετά την αφαίρεση του πυρός από τους θεούς, αρρώστια και άγνωστοι
μέχρι τότε πυρετοί έπεσαν πάνω στην γη και στους ανθρώπους και ο θάνατος που
μέχρι τότε κινιόταν αργά, επιτάχυνε το βήμα του...» Η «γνώση» και το «πυρ» που
έφερε ο Προμηθέας στους ανθρώπους, τους έδωσε πλούσια αγαθά και σπουδαίο
πολιτισμό, αλλά είχε μέσα του και το σπέρμα της καταστροφής για να εξοβελίσει
πάλι την ανθρωπότητα στο τέλος ενός κύκλου της. Ο «Προμηθέας ∆εσμώτης» του
Αισχύλου μιλάει για την «γνώση» που απέκτησαν οι άνθρωποι και «πονάει» εκ
μέρους όλων των ανθρώπων για ότι αυτή η γνώση συνεπάγεται: «...Πριν από μένα οι
άνθρωποι ζούσαν σαν τα μωρά κι' αν έβλεπαν, δεν έβλεπαν, κι' αν άκουγαν, δεν
άκουγαν, μοιάζοντας με φαντάσματα, που τρέχουν πίσω από όνειρα. ∆εν ήξεραν να
κτίζουν σπίτια και ζούσαν σαν μυρμήγκια σε ανήλιαγες σπηλιές. Εγώ τους έδωσα
την γνώση και τους έμαθα την τάξη. Τους δίδαξα την γεωμετρία, πώς να
περιποιούνται τα δέντρα και πώς να χρησιμοποιούν τα ζώα στις δουλειές τους.
Τους έμαθα τα γράμματα, τους αριθμούς και την αστρονομία. Και πλοία τους έμαθα
να κατασκευάζουν για να εξερευνούν την γη. Τον χρυσό, τον άργυρο, τον χαλκό και
τον σίδηρο εγώ τους έμαθα να τα βρίσκουν και να τα χρησιμοποιούν για να είναι
ευτυχισμένοι. Πριν από μένα δεν υπήρχε ιατρική επιστήμη. Οι άνθρωποι, όταν
αρρώσταιναν δεν είχαν ελπίδα γιατρειάς και χωρίς γιατρούς και φάρμακα μαράζωναν
μέχρι να πεθάνουν. Αλλά ώ μάνα γη, για ιδές με πόσο υποφέρω τώρα επειδή τόλμησα
να κλέψω από τους θεούς το πυρ...». Τέτοιες και άλλες γνώσεις μαζί με το «πυρ»
του Προμηθέα είχαν περάσει από τους «γνώστες θεούς» της μυθολογικής προϊστορίας
στους τότε ανθρώπους η από τον θεό της Βίβλου με το προπατορικό αμάρτημα στον
Αδάμ και την Εύα και η κακή χρήση αυτών των γνώσεων, μέσα από την προαιώνια
διαδικασία της εξελίξεως που θέλει τον άνθρωπο μόνιμα αντιμέτωπο με την πιο
σημαντική δράση που είναι η επιλογή του καλού ή του κακού, έστρεψαν το κακό που
εκπεμπόταν στην γη και σε κάθε τι υπαρκτό τελικώς εναντίον των ιδίων με
αποτέλεσμα μια κοσμογονική καταστροφή που οριοθέτησε μια τόσο προηγμένη
ανθρωπότητα. Ότι απέμεινε είναι αυτό που περιγράφει ο Πλάτων στον «Κριτία»:
“...Εννέα χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τότε... Από αυτούς πού κατοικούσαν τότε
την χώρα μας μόνο τα ονόματα των βασιλιάδων τους σώθηκαν κι' ότι μεγάλο αυτοί
έκαναν. ∆ιότι όσοι άνθρωποι απέμειναν από την θεομηνία του κατακλυσμού ήσαν
αγράμματοι και ζούσαν στα βουνά. ∆εν είχαν ιδέα για το ένδοξο παρελθόν των
προγόνων τους και ότι θαυμαστό αυτοί είχαν κάνει. ∆εν ενδιαφέρονταν για το
παρελθόν τους διότι η ζωή τους ήταν πολύ στερημένη και πάλευαν μόνο για την
αυτοσυντήρησή τους...».
Την 3η με 4η χιλιετηρίδα π.Χ. όπως όλα δείχνουν, μια νέα
ανθρωπότητα ανέτειλε, ένας νέος κύκλος ανθρώπινου πολιτισμού και εξελίξεως
ξεκίνησε, που φθάνει ως τις μέρες μας. Κυρίαρχη μορφή αυτής της ανατολής της
ανθρωπότητας είναι ο βασιλιάς Μίνως. Η ιστορική μορφή του κινείται ανάμεσα στον
μύθο και στην πραγματικότητα. Η σημαντική αυτή προσωπικότητα της Ιστορίας
φαίνεται να συνδέει την μέσα κυρίως από την μυθολογία εκφρασμένη προϊστορία,
που χαρακτηρίζει την περίοδο εκείνη της ανθρωπότητας που τελειώνει με τον
κατακλυσμό και τα προϊστορικά-ιστορικά χρόνια πού η ιστορική τους αλυσίδα
φθάνει ως την εποχή μας για τα οποία έχουμε πολύ περισσότερα στοιχεία και
αναφορές. «Έτσι για τους Έλληνες ο Μίνως ήταν ημίθεος: Γιός του ∆ία και της
Ευρώπης με αδέλφια τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα. Ο Μίνως, όμως δεν
εξαντλείται ως ιστορική και μυθική ταυτόχρονα πραγματικότητα στο χώρο της
Κρήτης, στον χώρο της Ελλάδος. Βρίσκεται ως πρώτος βασιλιάς και ως ιδρυτής μιας
νέας γενιάς σε όλους τους σημαντικούς πολιτισμούς που άφησαν έντονα τα ίχνη
τους κατά το διάβα της ιστορίας του ανθρώπου πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ο Μίνως,
ταυτοπροσωπία με παραπλήσια ονόματα, είναι ο Μίν για τους Αιγυπτίους πού
ιδρύει, κατά τον Αιγύπτιο αρχιερέα Μανέθωνα, την πρώτη μετακατακλυσμιαία
δυναστεία της χώρας, ο Μάνης, ο πρώτος βασιλιάς των αρχαίων λαών της Φρυγίας
και της Καππαδοκίας, ο Μανιτού για τους αρχαίους λαούς της Αμερικής, ο Μανού
για τους Ινδούς, ο «ηλιογενής Μανού» ο πρώτος βασιλιάς μετά τον κατακλυσμό κατά
το ινδικό έπος. Και ίσως ταυτίζεται και με τον Νώε, την βιβλική μορφή που
επέζησε του κατακλυσμού και είναι ο γενάρχης των Εβραίων. Υπάρχουν μυθολογικά
και ιστορικά στοιχεία που κάνουν ιδιαίτερη την παρουσία του Μίνωα ως ηγέτη της
αναγεννήσεως του ελληνικού κόσμου αλλά και του ευρύτερου γνωστού κόσμου. Η
θεϊκή καταγωγή του από τον ∆ία, ο τόπος που βασίλευε, ως τόπος που γεννήθηκε ο
∆ίας, η φήμη του ως μεγάλου νομοθέτη και κριτή, ιδιότητα που διατήρησε και στον
Άδη, η σχέση με τον αρχιτέκτονα ∆αίδαλο που του έκτισε το μοναδικό εκείνο
ανάκτορο στην Κνωσό με τον μυθικό λαβύρινθο και που συνδέεται βέβαια μαζί με
τον Ίκαρο με την πρώτη ανθρώπινη πτήση, επίσης η σχέση του με δύο παράξενα
πλάσματα: τον Μινώταυρο, που ήταν κλεισμένος στον λαβύρινθο, και τον Τάλω, τον
πρώτο μηχανικό άνθρωπο (ρομπότ;) που κατά την παράδοση ήταν ένας χάλκινος
γίγαντας που πετούσε πάνω από την Κρήτη και την φρουρούσε, η διαπλοκή του με
τον μύθο του Θησέα, η φήμη του ως του μέγιστου θαλασσοκράτορα και τόσα άλλα
κάνουν αυτόν τον «αγαπητό συνομιλητή και φίλο του ∆ία», κατά τον Όμηρο, μια
εξέχουσα, αλλά και ιδιαίτερη ως προς τον βαθμό, που μπορεί να προσδιορισθεί του
τί ακριβώς ήταν, ιστορική προσωπικότητα, μεγάλου βεληνεκούς. Με τις ανασκαφές
που ξεκίνησε ο Έβανς το 1900 στην Κνωσό και βγήκε στο φως το ανάκτορο του Μίνωα
έγινε κάτι πολύ σπουδαίο που σπάνια γίνεται: Ένα σχεδόν μυθικό πρόσωπο τόσο
σημαντικό στην ιστορία της ανθρωπότητας πήρε σάρκα και οστά. Η ανάδυση, όμως,
του Μίνωα στο φως της Ιστορίας και της ιστορικής έρευνας όχι μόνο δεν τον
απομυθοποίησε, αλλά του έδωσε ακόμη μεγαλύτερη αίγλη, τον έκανε ακόμη πιο
«μυθικό». Τον έφερε πιο κοντά σ’ αυτήν την περίλαμπρη προϊστορία, που έφθασε
μέχρι τις ημέρες μας, με τους συμβολισμούς και τις αναφορές της παγκόσμιας,
μυθολογίας, κουβαλώντας τον απόηχο ενός σπουδαίου κόσμου, που υπήρξε πολύ παλιά
και που μόλις σήμερα, με όσα τώρα γνωρίζουμε, μπορούμε να διαισθανθούμε πόσο
αληθινός ήταν. Η σκαπάνη του Έβανς έφερε τον άνθρωπο αυτού του αιώνος, που τόσα
και τόσα ραγδαία γνώρισε μέσα σ’ αυτόν, να σταθεί περιδεής μπροστά σ’ αυτήν την
πραγματικότητα, αλλά χωρίς να μπορεί να την συνειδητοποιήσει πλήρως, όπως και
τόσες άλλες που αντικρίζει τα τελευταία χρόνια. Ο Μινωικός πολιτισμός, που
αναδύθηκε από τις ανασκαφές της Κνωσού και των άλλων περιοχών της Κρήτης,
έδειξε μιαν ιδιαίτερη τεχνολογική ανάπτυξη και μιαν ιδιαίτερη επίσης ανάπτυξη
στο επίπεδο των τεχνών και των κοινωνικών εκδηλώσεων, επιβεβαιώνοντας έτσι την
σύνδεση του μέσω του Μίνωος με τον «μυθικό» εκείνο παλαιότερο κόσμο. Κατ’ αρχάς
ο Μινωικός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός θαλασσοκρατόρων, που κυριάρχησε
στις θάλασσες για μια μακρά περίοδο και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι
οι Μινωίτες πουθενά στις πόλεις τους δεν είχαν κατασκευάσει οχυρωματικά έργα.
Βέβαια ως θαλασσοκράτορες παρουσίαζαν μια ιδιαίτερη επίδοση στην ναυπηγική και
στην κατασκευή λιμενικών έργων και αυτό αποδεικνύεται σήμερα από πολλά στοιχεία
που έχουν βρεθεί. Έχουν βρεθεί πλοία των Μινωιτών που δεν έχουν να ζηλέψουν
τίποτα στην ναυπηγική τους τέχνη, από πλοία πρόσφατων χρόνων. Η επίδοση,
επίσης, των Μινωιτών στην κατασκευαστική τέχνη των λιμένων και άλλων λιμενικών
έργων είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Σήμερα θεωρείται ότι αυτοί κατασκεύασαν το
τεχνητό λιμάνι του φάρου της Αλεξάνδρειας, ένα πραγματικά γιγάντιο τεχνικό
έργο, που ανακαλύφθηκε και μελετήθηκε το 1915 από τον Γάλλο μηχανικό Γκαστόν
Χοντέ, και εντυπωσιάζει με τους μεγάλους κυματοθραύστες του, τις μακριές
προβλήτες του και τις άλλες εγκαταστάσεις του (μέχρι και σύστημα αποχετεύσεως
λυμάτων είχε προβλεφθεί, για να εμποδίζει την δημιουργία λάσπης στο λιμάνι).
Άκρως εντυπωσιακή, όμως, είναι και η επίδοση των Μινωιτών στις τέχνες, όπως η
ζωγραφική, όπου με την θαυμάσια και μοναδική τεχνική τους, πού εφήρμοσαν στις
περίφημες ανεξίτηλες τοιχογραφίες τους, καταφέρνουν να μας εντυπωσιάζουν ακόμη
και σήμερα μετά από πολλές χιλιάδες χρόνια. Η καταπληκτική τεχνική τους στην
χρυσοχοΐα έκρυβε μυστικά που μόλις πρόσφατα ανακαλύφθηκαν (πριν από μερικά
χρόνια ο Άγγλος τεχνικός Μέρνον ανακάλυψε το ξεχασμένο μυστικό της συγκολλήσεως
χρυσών μερών που εφήρμοζαν οι Μινωίτες χρυσοχόοι).
Το ανάκτορο της Κνωσού είναι σήμερα ένας αδιάψευστος μάρτυς
ότι οι Μινωίτες βρίσκονται σ’ ένα πολύ υψηλό επίπεδο τέχνης κατασκευής κτιρίων
και εγκαταστάσεων. Κτισμένο στην κορυφή του λόφου Κεφάλα, λίγα χιλιόμετρα από
το σημερινό Ηράκλειο, και σε μια έκταση 22 στρεμμάτων με πάνω από 1.500 δωμάτια
αποτελεί πραγματικά και σήμερα ένα θαύμα αρχιτεκτονικής. Το πενταόροφο αυτό
κτίριο, που κατάφερε να συνδυάσει τόσο αριστοτεχνικά τα διάφορα επίπεδά του με
τον εν γένει χώρο, είναι θαυμαστό για το σύστημα των φωταγωγών του, που χάριζε
αέρα και φως σ’ όλα τα δωμάτια, μέσα από εκπληκτικά παράθυρα με συρόμενες
πόρτες και χρωματιστά τζάμια! Μπορεί να φαντασθεί κανείς το όλο δημιούργημα με
τα προπύλαια, τις στοές με τα πολλά παράθυρα, τα κλιμακοστάσια, τους
φωταγωγούς, τα πολλά επίπεδα και τις πολλές γωνίες, την πολύ ωραία κατανομή των
όγκων σε διάφορα επίπεδα, σαν ένα αρχιτεκτονικό μεγαλούργημα, που θα ήταν για
τον καθένα «χάρμα οφθαλμών». ∆εν ήταν, όμως, μόνο ένα μεγαλειώδες αρχιτεκτόνημα
το ανάκτορο της Κνωσού, αλλά και από άποψη εφαρμοσμένης οικοδομικής τέχνης
δείχνει ένα υψηλότατο επίπεδο τεχνολογικής γνώσης. Η εφαρμογή διαφόρων
υδραυλικών συστημάτων στο όλο κτίσμα είναι τέτοια που μας επιτρέπει να πούμε
ότι όχι μόνον είχε ως προϋπόθεση βαθύτατη γνώση της υδραυλικής επιστήμης, αλλά
καί ότι ήταν ανεπτυγμένη από τους Μινωίτες, σε τέτοιο βαθμό που ποτέ πριν και
ποτέ μετά, σχεδόν μέχρι την σύγχρονη εποχή, ξαναεμφανίσθηκε υδραυλική
τεχνολογία τόσο τέλεια, όσο αυτή. Το όλο αποχετευτικό σύστημα είναι πράγματι
ζηλευτό και εξασφαλίζει ακόμη και σήμερα, μετά από τόσες χιλιετίες, την
παροχέτευση των όμβριων υδάτων με τρόπο ιδιαίτερα αποτελεσματικό! Τα
αποχωρητήρια, τα λουτρά και οι εγκαταστάσεις υγιεινής ήσαν έτσι κατασκευασμένα
που σωστά έχει γραφτεί ότι «η Βασίλισσα της Κνωσού είχε τόσες ευκολίες, που
όλες οι μεγαλοπρέπειες των Βερσαλλιών δεν μπόρεσαν να δώσουν στην βασίλισσα της
Γαλλίας» (γνωστού όντος ότι στο παλάτι της δεν υπήρχε αποχωρητήριο). Υπάρχουν
πολλές ενδείξεις ότι μέχρι και σύστημα κυκλοφορίας ζεστού νερού (καλοριφέρ)
διέθετε το κτιριακό συγκρότημα της Κνωσού!
Υπάρχουν όντως πολλά στοιχεία που πείθουν ότι ο Μινωικός
πολιτισμός, αν και στην ανατολή της πολιτισμένης ανθρωπότητας, που συνέχειά της
αποτελούμε κι' εμείς, εμφανίζεται, ιδιαίτερα και εξαιρετικά ανεπτυγμένος με
γνώσεις και επιτεύγματα χωρίς προηγούμενο, αλλά και τέτοια που δεν
επαναλήφθηκαν μέχρι σχεδόν την σύγχρονη εποχή. Και είναι σίγουρα δυσεξήγητο το
γεγονός πως ένας τέτοιος πολιτισμός ακολουθεί μια τόσο σκοτεινή και νεκρή
πολιτισμικά περίοδο του ανθρωπίνου γένους. Μήπως υπάρχει κάτι που τον ενώνει με
τον μυθικό πολιτισμό του απώτερου παρελθόντος; Την περίοδο εκείνη των ανθρώπων
και των «θεών» με τα άπειρα κατορθώματα, που πετούσαν όπου ήθελαν στην γη και
στ’ αστέρια, που «κατακεραύνωναν» με μυστήριες πηγές ενέργειας, που ήλεγχαν
δυνάμεις της φύσεως, που γνώριζαν τόσα πολλά, έτσι όπως πέρασαν μέσα από την
«συλλογική μας μνήμη», την μυθολογία και ένα σωρό πανάρχαια, συγκλίνοντα ως
προς τα λεγόμενα τους, κείμενα από όλους τους λαούς επί της γης; Μήπως ο
συνδετικός κρίκος είναι ο «ημίθεος», ο «μυθικός» Βασιλιάς Μίνως; Και αν δεν
μπορούμε να δώσουμε απάντηση στα ερωτήματα αυτά τουλάχιστον ας σκύψουμε με έναν
άλλο τρόπο στις πηγές της γνώσης και της ιστορίας. Ας προσπαθήσουμε να τις
προσεγγίσουμε, όχι μέσα από την πληθωρική μας «ασυνειδητότητα» που μας οδηγεί
να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μέσα από μια στενόμυαλη αιτιοκρατική αντίληψη,
αλλά μέσα από έναν πιο διευρυμένο καί με λιγότερη προκατάληψη, ορίζοντα. ∆ιότι
έχουμε μάθει προκειμένου να ερμηνεύσουμε η να μελετήσουμε κάτι σ’ αυτόν τον
κόσμο, να το κόβουμε από τον μίσχο που το συνδέει με το «άπειρο σύνολο», να το
απομονώνουμε απ’ οτιδήποτε άλλο για να γίνεται πιο εύπεπτο όταν το
καταναλώνουμε, γλιστρώντας πάντα στις παρυφές της ουσιαστικής γνώσης. Έτσι ότι
είναι έξω από την χειροπιαστή απόδειξη που βγαίνει μέσα από την εξειδικευμένη
ανάλυση, προτιμούμε να υποκρινόμαστε ότι δεν το ξέρουμε και ότι δεν μας αφορά.
Πόσο λάθος όμως... Οποία ουτοπία, ο «ου-τόπος» του σημείου, που έχουμε αγκιστρωθεί
στους κύκλους της σπείρας του παντός, που πεισματικά θέλουμε να αγνοούμε.
Κάθε φορά που επισκεπτόμαστε έναν αρχαιολογικό χώρο, η ματιά
μας, η σκέψη μας ακολουθεί ότι έχουν πει και διατυπώσει για τον χώρο αυτόν
κάποιοι ειδικοί αρχαιολόγοι και μοιάζουμε σαν ένα κοπάδι τουριστών που ακολουθεί
τυφλά και ακούει τον ξεναγό του, χωρίς καμία δυνατότητα παρέκκλισης από το
πιάτο της γνώσης που του σερβίρεται. Όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκα τον
αρχαιολογικό χώρο στην Κνωσό βρέθηκα για λίγο κοντά σ’ έναν αγγλόφωνο όμιλο
τουριστών που ακολουθούσε μία Ελληνίδα ξεναγό. Ήταν στον χώρο των ονομαζόμενων
δυτικών αποθηκών όταν άκουσα την ξεναγό να λέει ότι «εδώ ήσαν αποθήκες όπου οι Μινωίτες
αποθήκευαν τρόφιμα» και βλέποντας για πρώτη φορά τον συγκεκριμένο χώρο, μου
γεννήθηκαν αστραπιαία μερικές «παράξενες» σκέψεις. Κατ’ αρχάς με την πρώτη
ματιά, παρατηρώντας ότι οι συγκεκριμένοι αποθηκευτικοί χώροι ήσαν πολύ στενοί
παράλληλοι χώροι με πολύ χοντρά τοιχώματα ανάμεσά τους και ότι στο δάπεδό τους
βρίσκονταν, μικρές σχετικά, πέτρινες κρύπτες, απέρριψα αμέσως την ιδέα ότι ήσαν
αποθήκες τροφίμων. Όταν παρατήρησα καλύτερα αυτές τις πέτρινες κρύπτες (πέτρινα
τετράγωνα «κουτιά») είδα ότι εσωτερικά τους είχαν ένα δεύτερο τοίχωμα από ένα
μαύρο στο χρώμα υλικό, που από μακριά φαινόταν σαν καρβουνιασμένο ξύλο και βέβαια
αμέσως απέρριψα τέτοια εκδοχή διότι κανένα ξύλο δεν θ’ άντεχε τόσες χιλιάδες
χρόνια. Αυτόματα, σχεδόν ως έμπνευση, μου γεννήθηκε μια ιδέα, Ίσως επειδή πριν
λίγο καιρό είχα διαβάσει ένα βιβλίο με αναφορές στην πιθανή χρήση της πυρηνικής
ενέργειας και ραδιενεργών υλικών ως καύσιμο για την κίνηση από «κάποιους» στην
αρχαιότητα. «Να δείς που αυτό είναι μολύβι», είπα στον εαυτό μου, μη έχοντας
δει, ακούσει η διαβάσει κανένα τέτοιο προηγούμενο, αλλά γνωρίζοντας την κατ’
εξοχήν χρησιμότητα του μολύβδου για την αποθήκευση ραδιενεργών υλικών. Ήταν
τέτοια η «λάμψη» στο μυαλό μου που βιαστικά διέκοψα την ξεναγό ρωτώντας την στα
ελληνικά: «Τί είναι αυτό το μαύρο υλικό που φαίνεται εσωτερικά στις πέτρινες
τρύπες;» Κι’ αυτή χωρίς κανένα δισταγμό μου απάντησε: «Μολύβι». Τότε αυτή η
λέξη λειτούργησε σαν μια μεγάλη αποκάλυψη μέσα μου. Όχι τόσο γιατί αισθάνθηκα
τον εαυτό μου με μαντικές ικανότητες, αλλά διότι μου αποκαλύφθηκε με τον
εναργέστερο τρόπο, πώς ο άνθρωπος λειτουργεί σε γνωσιακό επίπεδο και σε επίπεδο
αντίληψης και συνειδητοποίησης. Φαντάζομαι ότι χιλιάδες άνθρωποι, χιλιάδες
μυαλά, με ποικίλο βαθμό μορφώσεως σε ποικίλους τομείς της επιστήμης, έχουν
παρελάσει μπροστά από τις πέτρινες κρύπτες με τα μολυβένια τοιχώματα. Φυσικοί,
χημικοί, μηχανικοί, αρχαιολόγοι, ανθρωπολόγοι και τόσοι άλλοι σπουδαίοι στο
μυαλό η ασήμαντοι άνθρωποι... Γιατί όλοι τους λειτούργησαν σαν κοπάδι; Γιατί
όλοι τους «φάγανε» το εύπεπτο, που δεν αντέχει σε καμιά λογική όμως, «αποθήκες
τροφίμων» και γιατί δεν αναρωτήθηκαν για το προφανές «τί δουλειά έχει το μολύβι
στην αποθήκευση πραγμάτων»; Η εξήγηση είναι ότι η βαθύτερη γνώση είναι κάτι που
δεν τους άφορα αφού βρίσκεται στα χέρια των ειδικών και αρκούνται να παίρνουν
παθητικά και επιφανειακά ότι αυτοί τους δίνουν, ή ότι -αν είναι αναζητητές της
γνώσης- είναι μόνο στον τομέα τους και συνεπώς αν υπάρχει κάτι έξω από την
επιστήμη τους και την ειδικότητά τους δεν αρμόζει σ’ αυτούς να το σκεφθούν και
να το αναλύσουν. Η «χωριστότητα» του ανθρώπου απ’ όλα γύρω του, ακόμη και από
την ίδια του την ύπαρξη, η «αποσύνδεση» δηλαδή από την αληθινή γνώση σ’ όλο της
το μεγαλείο.
Ο αρχαιολόγος έχει μάθει, με ορισμένη μεθοδολογία, να μελετά
τις γραφές, τις παραδόσεις, τους αρχαίους χώρους και τα ευρήματα που
ανακαλύπτει να τα ταιριάζει σε ένα συγκεκριμένο γνωσιακό οικοδόμημα απόλυτα
εξειδικευμένο. Όταν διασταυρώνεται με τον μόλυβδο, να χρησιμοποιείται στην
αρχαιότητα με μοναδικό τρόπο για αποθήκευση κάποιων υλικών, είναι κάτι που δεν
τον αγγίζει διότι είναι τελείως έξω από το γνωσιακό του οικοδόμημα. Από την
άλλη μεριά ο πυρηνικός φυσικός, ο φυσικός της Νευτώνειας φυσικής η της
Κβαντοφυσικής όταν διασταυρώνεται με τον μόλυβδο να χρησιμοποιείται ως
αποθηκευτικό υλικό σ’ έναν αρχαιολογικό χώρο δεν τον αγγίζει επίσης καθόλου,
διότι είναι εδραιωμένη μέσα του η θέση, είναι ο τρόπος που σκέπτεται ως
επιστήμονας, ότι αυτό που βιώνει και γνωρίζει και μελετά στην σύγχρονη επιστήμη
του δεν έχει καμία σχέση με την αρχαιότητα και τους αρχαιολογικούς χώρους. Κι’
αυτό συμβαίνει παρ’ όλο που και ο αρχαιολόγος και ο φυσικός γνωρίζουν ότι ο
∆ημόκριτος μιλούσε ήδη από την αρχαιότητα για το άτομο και ότι ο Πυθαγόρας είχε
εισχωρήσει στην βαθύτατη ουσία των αριθμών που μόλις τώρα αρχίζουμε να
αναγνωρίζουμε μέσα από νεώτερες θεωρίες και αναζητήσεις της Φυσικής και των
Μαθηματικών. Παρ’ όλο που ο αρχαιολόγος αντικρίζοντας διάφορα στοιχεία από τα
κατάλοιπα του Μινωικού πολιτισμού αναγνωρίζει κάποια ιδιαίτερη τεχνολογική
γνώση, πολύ κοντινή στην σημερινή, και ο σημερινός θεωρητικός της φυσικής
επιστήμης, ή ο σημερινός τεχνοκράτης αισθάνεται ένα ιδιαίτερα υψηλό πολιτιστικό
επίπεδο σε σχέση με την εποχή του, όταν έρχεται σε επαφή με αυτό που έφθασε ως
τις μέρες μας από τους Μινωίτες και δεν μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ότι είναι η
φυσική εξέλιξη ανθρώπων που μόλις πριν από μερικές δεκάδες η εκατοντάδες χρόνια
βγήκαν από τα σπήλαια. Τέτοιες σκέψεις φαίνεται και οι μεν και οι δε να τις
απωθούν αφού είναι πολύ έξω από τον τρόπο αντίληψης, μάθησης και αντιμετώπισης
του κόσμου από τον άνθρωπο. ∆ιότι ο άνθρωπος και μέσα στην ατομική του πορεία
και μέσα στην εξέλιξή του μέσω των γενεών, έχει την τάση να δημιουργεί μια
γνωσιακή αλυσίδα, που βασίζεται στην ανάγκη του να πιστεύει σε δογματικές ή
παραδοσιακές ιδέες, έτσι ώστε να γίνεται πιο προσδιορισμένο, και άρα πιο
ασφαλές γι’ αυτόν, το υπαρξιακό έδαφος που πατά. Θέλει να αφήνει την λεωφόρο
που τον αποθέτει όταν ανοίγει τα μάτια του η ζωή, και να παίρνει ένα
μονοπάτι-παρακλάδι να περπατήσει, μη θέλοντας να βλέπει άλλους δρόμους. Είναι ο
άνθρωπος, ο μέσος άνθρωπος, που παιδί δύο χρόνων, όταν αρχίζει να μιλά, οι γνωσιακές
του δυνατότητες ξεπερνούν τις δυνατότητες ενός παγκόσμιου διαδικτύου, όπως το
Ίντερνετ, και όντας έφηβος πια οι δυνατότητες του εξαντλούνται μόλις στην
«παπαγαλία» μερικών σελίδων ενός βιβλίου... Γι' αυτό είναι αναγκαίο σήμερα,
παρά ποτέ, αν θέλουμε να αποφύγουμε την ανάπτυξη του σπέρματος της καταστροφής
που η τεχνολογία που αναπτύξαμε μέσα της κυοφορεί, να εγκαταλείψουμε τα
μονοπάτια που ο καθένας μας χωριστά πορεύεται και να μπούμε στην λεωφόρο της
επίγνωσης, να πάψουμε να κομματιάζουμε την γνώση και να κομματιαζόμαστε κι'
εμείς.
Ο μόλυβδος που χρησιμοποιήθηκε από τους Μινωίτες στα
τοιχώματα αυτών των «περιέργων κασελών» προφανώς τοποθετήθηκε εκεί για να
παίξει κάποιο ρόλο. Και μάλιστα δεν χρησιμοποιήθηκε για μια απλή κατασκευή,
όπως ας πούμε σε αγωγούς νερού για στεγανοποίηση, έτσι όπως έκαναν οι Ρωμαίοι
χιλιάδες χρόνια αργότερα και θεωρούνται από πολλούς ότι πρώτοι τον
χρησιμοποίησαν. Και είναι κι’ αυτό άλλη μία άρνηση της αληθινής γνώσης καί
παραχάραξη της πραγματικότητας, ν' αναγνωρίζουμε δηλαδή στους Ρωμαίους ότι
πρώτοι χρησιμοποίησαν τον μόλυβδο σε υδραγωγεία και ν' αγνοούμε το γεγονός ότι
οι Μινωίτες πολλά χρόνια πριν, έχοντας τέλεια υδραγωγεία και υδραυλικά
συστήματα στην διάθεση τους, χρησιμοποιούσαν τον μόλυβδο αλλά για κάποιο
ιδιαίτερο σκοπό και όχι σε αγωγούς νερού, γνωρίζοντας προφανώς αυτό που μετά
τους Ρωμαίους γνωρίσαμε οι σύγχρονοι άνθρωποι, γι’ αυτό και καταργήσαμε την
χρήση του μολύβδου σε αγωγούς με πόσιμο νερό, ότι δηλαδή ο μόλυβδος ενώνεται με
χημικές ουσίες που μπορούν να βρεθούν στο νερό και οι ενώσεις του αυτές
περνώντας στον άνθρωπο προκαλούν μια βαριά αρρώστια, την μολυβδίαση. Η γνώση
γι’ άλλη μια φορά φαίνεται να ανακυκλώνεται... Χάνεται σε μια εποχή και
ξανακερδίζεται σε μια άλλη. Οι Μινωίτες, λοιπόν, χρησιμοποιούσαν τον μόλυβδο
για αποθήκευση κάποιων άγνωστων υλικών, οι Ρωμαίοι, πολύ αργότερα τον
ξαναχρησιμοποίησαν, αλλά για να κατασκευάσουν υδραγωγεία, και εμείς, οι
σύγχρονοι άνθρωποι, τον χρησιμοποιούμε κυρίως για να αποθηκεύουμε ραδιενεργά
υλικά και να προστατευόμαστε από την επικίνδυνη ιονίζουσα ακτινοβολία, και δεν
τον χρησιμοποιούμε πια στα υδραγωγεία. Ο μόλυβδος, λόγω της υψηλής του
πυκνότητας, του μεγάλου ειδικού βάρους του δηλαδή (είναι 11 περίπου φορές
βαρύτερος από το νερό), είναι ιδανικός για να μην αφήνει να περνά οποιασδήποτε
μορφής ακτινοβολία μέσω αυτού. Έτσι χρησιμοποιείται αποκλειστικά σήμερα για να
προστατευθούμε από την επικίνδυνη ακτινοβολία. Τα ακτινοβολούντα ραδιενεργά
υλικά φυλάσσονται σε μολύβδινα κουτιά, οι χώροι που αυτά αποθηκεύονται ή
χρησιμοποιούνται ντύνονται με φύλλα μολύβδου και οι άνθρωποι για να
προστατευθούν ντύνονται με μολύβδινες στολές. Και οι συγκεκριμένοι
αποθηκευτικοί χώροι με τις πέτρινες και μολύβδινες κρύπτες στο ανάκτορο της
Κνωσού φαίνεται από τα κατάλοιπα πού υπάρχουν ότι είχαν στα τοιχώματά τους
επένδυση από μόλυβδο. Τέτοιοι, λοιπόν, πολύ στενοί αποθηκευτικοί χώροι με πολύ
χοντρούς τοίχους ανάμεσα τους, που περιέχουν μολύβδινα κουτιά στο δάπεδο τους,
σε τι μπορεί να χρησίμευαν; Οτιδήποτε και να φαντασθεί κανείς που θα χρειάζονταν
οι Μινωίτες να αποθηκεύσουν, όπως τρόφιμα, χρήσιμα υλικά, πολύτιμα ή μη
αντικείμενα, η κοινή λογική και η κατασκευαστική σκέψη που υπακούει στην
λειτουργική αναγκαιότητα -και φαίνεται βέβαιο ότι διέθεταν αρκετή απ’ αυτήν οι
αρχαίοι αυτοί κατασκευαστές και χρήστες- λέγουν ότι: κατασκευάζουμε έναν, δύο ή
τρείς (πάντως όχι δεκάδες όπως βλέπουμε ότι είναι οι συγκεκριμένοι) μεγάλους στεγασμένους
χώρους και σε υπέργεια πιθάρια, δοχεία, κασέλες η κουτιά αποθηκεύουμε ότι
θέλουμε. Και βέβαια πολύ περισσότερο, δεν μπορούμε να φαντασθούμε τους Μινωίτες
με την υψηλή νοημοσύνη που φαίνεται ότι διέθεταν και το τόσο υψηλό τεχνολογικό
και πολιτιστικό επίπεδο να χρησιμοποιούν τρύπες στο έδαφος για να αποθηκεύσουν
τρόφιμα, δηλαδή λάδι, κρασί, δημητριακά ή άλλα, με τον κίνδυνο να σαπίσουν η ν’
αλλοιωθούν και με μεγάλη δυσκολία στο να κάνουν χρήση τους, δεδομένου ότι και
ένας ακόμη άνθρωπος μέσα σ’ αυτούς τους πολύ στενούς χώρους είναι δύσκολο να
λειτουργήσει. Η σκέψη ότι μπορεί να αποθήκευαν διάφορα άλλα υλικά η αντικείμενα
πάλι δεν αντέχει στην λογική, αφού σίγουρα δεν θα επέλεγαν να τα χώσουν στη γη,
αφού είναι τόσο πολύ δυσλειτουργικό, και ούτε χρειαζόταν να τα προστατέψουν με
μολύβδινα τοιχώματα. Μένουν ίσως λίγες σκέψεις που θα μπορούσε να κάνει κάποιος
για την χρησιμότητα των μολύβδινων κουτιών στο δάπεδο αυτών των χώρων του
ανακτόρου που όμως μας βάζουν σε μεγαλύτερη περίσκεψη. Αποθηκεύονταν κάποια
άγνωστα υγρά ή οξέα, που χρειάζονταν δοχεία με τοιχώματα από μόλυβδο, που δεν
αλλοιώνεται λόγω του χαμηλού βαθμού αντιδραστικότητας που ο μόλυβδος έχει ως
χημικό στοιχείο; Και γιατί όχι σε υπέργεια δοχεία που βολεύει καλύτερα, γιατί
τόσο χοντρά μολύβδινα τοιχώματα, γιατί μολύβδινη επένδυση στους τοίχους; Μπορεί
να ήσαν μήπως ηλεκτρικοί συσσωρευτές αφού μη ξεχνάμε πλάκες μολύβδου
εμβαπτισμένες σε διάλυμα οξέος χρησιμοποιούνται στους συσσωρευτές ηλεκτρικής
ενέργειας; Και γιατί τοποθετημένοι στο έδαφος. Πού είναι το μονωτικό υλικό ή οι
γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας; Μικροί πυρηνικοί αντιδραστήρες; Αλλά
εδώ καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα ότι οι Μινωίτες έκαναν χρήση της πυρηνικής
ενέργειας...
Ο Έβανς ανακάλυψε και μελέτησε το ανάκτορο της Κνωσού στην αρχή του πρώτου
μισού του αιώνα μας. Εάν αυτό γινόταν στο δεύτερο μισό, πιθανόν να συσχετιζόταν
η χρήση του μολύβδου με την χρήση της πυρηνικής ενέργειας από τους Μινωίτες.
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που περάσαμε και ξαναπεράσαμε, άπειρες
φορές, μπροστά από το ανάκτορο του Μίνωα στην Κνωσό και ήμασταν σαν τους
ανθρώπους στον «Προμηθέα ∆εσμώτη» του Αισχύλου πριν πάρουν το «πυρ» και άρα και
τη «γνώση», που «έβλεπαν και δεν έβλεπαν, που άκουγαν και δεν άκουγαν». Το
«πυρ» όπως φαίνεται, βρίσκεται ήδη στην κατοχή μας, μήπως ήρθε η ώρα να πάρουμε
και την «γνώση»; Άλλωστε και η «γνώση» με «κβαντικά άλματα» κατακτιέται...
Δρ Ιωάννης Δαύρος (Πρώτη δημοσίευση: "Ιδεοθέατρον")