Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΥΠΕΓΡΑΨΕ ΣΤΗΝ "ΧΡΥΣΗ ΒΙΒΛΟ" ΤΩΝ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΩΣ "ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ"!



Ο ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΑΡΚΑΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΟΤΑΓΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ, ΠΟΥ, ΠΑΡ' ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΟΥ, ΥΠΕΓΡΑΨΕ ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗ "ΧΡΥΣΗ ΒΙΒΛΟ" ΤΩΝ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΩΝ, ΩΣ "ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ".


Πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι, κατά καιρούς, επισκέφθηκαν την Αρκαδία και αρκετοί από αυτούς ανεζήτησαν σ' αυτήν την πνευματική γενέθλια γη. Υπήρξαν όμως και αρκετοί γηγενείς Αρκάδες, που, εφορμόμενοι από την Αρκαδία, άνοιξαν τα φτερά τους και περιπλανήθηκαν σε ξένους τόπους, πολλές φορές μακρινούς, ακολουθώντας την μοίρα των πολύ αρχαίων προγόνων τους. Οι πιό πολοί από αυτούς είχαν σπουδαία επιτεύγματα, αλλά παρέμειναν άσημοι, ή τους σκέπασε η λήθη... Ένας από αυτούς τους ξεχασμένους είναι και ο καταγόμενος από την Βυτίνα Παναγιώτης Ποταγός, γιατρός, φιλόσοφος και εξερευνητής του 19ου αιώνα, που έκανε αδιανόητα, για την εποχή του, ταξίδια σε χώρες πού μακρινές όπως το Ιράκ, η Περσία, το Αφγανιστάν, η Μογγολία, η Βόρεια Κίνα, η Κεντρική Αφρική και το Κογκό.
Παραθέτουμε παρακάτω μία αναφορά σε αυτόν από την Αρκαδική εφημερίδα "Στεμνίτσα".
Χρόνια 110 από το θάνατο του σκεπασμένος από τη λησμονιά ο Αρκάς ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΟΤΑΓΟΣ Ιατροφιλόσοφος – Εξερευνητής του 19ου αιώνα (του Δημ. Δρακόπουλου)
Ο Παναγιώτης Ποταγός γεννήθηκε στη Βυτίνα το 1839. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία έξι μηνών. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναγορεύθηκε διδάκτωρ.
Μετά τη βράβευση του στον Μαυροκορδάτειο διαγωνισμό αναχώρησε για το Παρίσι όπου συμπλήρωσε τις επιστημονικές του γνώσεις.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί εκδηλώθηκε μεγάλη επιδημία χολέρας. Ο νεαρός γιατρός Παναγιώτης Ποταγός διακρίθηκε τότε για την αλτρουϊστική του δράση, κέρδισε δε την αγάπη και την εκτίμηση των συναδέλφων του και τιμήθηκε από τη Γαλλική Κυβέρνηση.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1866 και για ένα χρόνο περίπου άσκησε το λειτούργημα του γιατρού στο χωριό του πατριού του, στη Στεμνίτσα.
Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό καθώς ήταν ο Παναγιώτης Ποταγός, καλλιεργούσε από χρόνια στο μυαλό του την ιδέα ενός εξερευνητικού ταξιδιού. Τις απόκρυφες αυτές σκέψεις του δεν τις εκμυστηρεύθηκε φυσικά σε κανέναν και προ πάντων δεν ήθελε να μάθουν τίποτε οι γονείς του φοβούμενος ότι θα αντιδρούσαν.
Έτσι, στις 12 Νοέμβρη του 1867, επρόκειτο να επιστρέψουν στην Ελλάδα με τον «ατμοδρόμωνα» «ΕΛΛΑΣ», ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ και η Βασίλισσα Όλγα, μέχρι πριν λίγο καιρό πριγκίπισσα της Ρωσίας. Οι γάμοι είχαν γίνει στις 15 Οκτώβρη στην Πετρούπολη με τη μεγαλοπρέπεια και την επιβλητικότητα που άρμοζε σε τέτοιες τελετές. Σε λίγες μέρες θα έφθαναν στον Πειραιά.
Ο Παναγιώτης Ποταγός κατάλαβε πως η ευκαιρία που του παρουσιαζόταν να φύγει από τη Στεμνίτσα ήταν μοναδική.
Έτσι, την προηγουμένη, την ώρα που η οικογένεια ήταν συγκεντρωμένη στην τραπεζαρία, στράφηκε προς τους γονείς του και τους είπε: Αύριο φεύγω για την Αθήνα. Σαν αιτία, τους πρόβαλε την άφιξη των βασιλέων και την αγορά επιστημονικών βιβλίων. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που έβλεπε τους γονείς του.
Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό καθώς ήταν ο Παναγιώτης Ποταγός επιχείρησε τολμηρά για την εποχή του εξερευνητικά ταξίδια. Η περιήγηση του αρχίζει το 1867 και διαρκεί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μέχρι το 1883. Κατά το διάστημα αυτό διέσχισε δύο φορές την ασιατική ήπειρο και εισχώρησε στις άγνωστες και αφιλόξενες εκτάσεις της κεντρώας Αφρικής και πολύ πέρα από το σημείο που είχε φθάσει ο Georg Schweinhurt (γερμανός βοτανολόγος και εξερευνητής).
Ξεκινώντας την περιήγηση του ο σύγχρονος αυτός Οδυσσέας ακολουθεί τα χνάρια του Μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη και του αήττητου στρατού του, ακολουθεί τη μεγάλη ιστορική του πορεία στα βάθη της Ασίας, διορθώνει αναφορές άλλων συγγραφέων που σχετίζονται με την πολυθρύλητη εκστρατεία του, ψάχνει παντού για Ελληνικά κατάλοιπα στη γλώσσα, στα ήθη, στα έθιμα, στις δοξασίες και βρίσκεται μπροστά σε ένα θαύμα. Όλη η αραβόφωνη Ασία έφερε βαθιά χαραγμένα πάνω της τα ίχνη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Πολλοί πρίγκηπες και βασιλιάδες που συναντά έχουν συνείδηση ελληνική και νιώθουν ότι είναι απόγονοι των Μακεδόνων και του ξακουσμένου αρχηγού τους του Μ. Αλεξάνδρου.
Όμως, το κορυφαίο του επίτευγμα υπήρξε η ανακάλυψη του μεγάλου ποταμού «Μπόμου» της Αφρικής, αγνώστου και μη καταγεγραμμένου στους χάρτες της εποχής (1887) χωρίς τη βοήθεια επιστημονικών οργάνων και χωρίς την παραμικρή αρωγή από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις, που του συμπεριφέρθηκαν με τον ελεεινότερο τρόπο. Αντί δηλαδή να τον αγκαλιάσει και να τον δαφνοστεφανώσει για τους άθλους του, πολιτική και πνευματική ηγεσία, του γύρισαν την πλάτη αδιαφορώντας για τα επιτεύγματα του που ωστόσο επαινέθηκαν από κορυφαίους Ευρωπαίους διανοούμενος και τη Γεωγραφική Εταιρεία των Παρισίων. Ήταν μάλιστα τόσο σημαντικό το έργο του, ώστε ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος ο Β΄ τον προσκάλεσε στις Βρυξέλλες και του ζήτησε να γράψει το όνομά του στη Χρυσή Βίβλο των εξερευνητών δίπλα στα μεγάλα ονόματα που ήσαν γραμμένα εκεί. Και ο Ποταγός, αυτή η άδολη και πονεμένη ψυχή, αντί του ονόματός του έγραψε με κεφαλαία γράμματα «ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ», κληροδοτώντας έτσι τη μοναδική αυτή τιμή στην αγαπημένη του πατρίδα. Και μόνον η πράξη του αυτή φθάνει για να τον χαρακτηρίσει μεγάλο άνδρα, υπέροχο ανάστημα, άξιο τέκνο της πατρίδας.
Από τις Βρυξέλλες, μέσω Παρισίων, πήγε στη Μασσαλία και από εκεί επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια. Με ορμητήριο το Σουέζ και οδηγό τη Βίβλο, περιηγήθηκε την Αραβική χερσόνησο ακολουθώντας το δρομολόγιο του Μωυσέως. Από την περιοχή του Σινά πήγε στη Δαμασκό για να καταλήξει τελικά στα Άδανα της Κιλικίας. Από εκεί έστειλε ένα από τα συγγράμματα του προς το Υπουργείο Παιδείας για αξιολόγηση συνοδευόμενο από έγγραφο, στο οποίο σημείωνε ότι η Κυβέρνηση μπορεί να αναλάβει την έκδοσή του, εφόσον το έβρισκε σπουδαίο για το έθνος και ωφέλιμο για την επιστήμη. Έμεινε στα Άδανα επί ένα χρόνο και τρεις μήνες περίπου, περιμένοντας κάποια απάντηση. Στο διάστημα αυτό έγραψε προς το Υπουργείο πέντε φορές. Του κάκου όμως. Καμία απάντηση, θετική ή αρνητική δεν έλαβε σχετικά με την τύχη των χειρογράφων του. Απελπισμένος, χωρίς να ξέρει τι απέγιναν οι σημειώσεις του εγκατέλειψε τα Άδανα και γύρισε στην Αθήνα στις 14 Φλεβάρη του 1883 ύστερα από απουσία δεκαπέντε χρόνων.
Αμέσως μετά την άφιξη του παρουσιάσθηκε στο βασιλιά Γεώργιο Α΄ εκθέτοντας τα παράπονα του εναντίον του υπουργείου Παιδείας. Αφού τον άκουσε ο βασιλιάς, του υπεσχέθη ότι εντός της ημέρας θα έστελνε τον υπασπιστή του στον Υπουργό Παιδείας. Μετά λίγες μέρες τον επισκέφθηκε ο υπασπιστής του Βασιλιά και του ανακοίνωσε ότι η Α.Μ. έστειλε την αναφορά του στο Υπουργείο και ότι ελπίζει μετά λίγες μέρες πως θα έχουν απάντηση.
Πέρασαν είκοσι μέρες. Στο διάστημα αυτό ο Ποταγός επισκέφθηκε τρεις φορές τον γραμματέα των ανακτόρων Καλίνσκι. Οι απαντήσεις όμως του τελευταίου και τις τρεις φορές ήταν στερεότυπες και λακωνικές: Δεν έχουμε λάβει ακόμα απάντηση κύριε Ποταγέ. Μετά ταύτα ο Ποταγός πήγε ο ίδιος στο Υπουργείο για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Αφού επί ημέρες τον παρέπεμπαν από γραφείο σε γραφείο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάποιος από αυτούς και χωρίς να τα διαβάσει τα πέταξε στο καλάθι των αχρήστων… Επειδή δεν έβγαζε άκρη με το προσωπικό, πήγε στον Υπουργό Βουλπιώτη. Τελικά βρήκε ένα μέρος των χειρογράφων του.
Όμως πολλές ιστορικές σημειώσεις του καθώς και πληροφορίες που αφορούσαν στην πανίδα και χλωρίδα πολλών περιοχών που είχε επισκεφθεί, είχαν χαθεί για πάντα.
Μια μέρα συνάντησε τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη που ήταν μαζί με τον υπουργό Βουλπιώτη και τόλμησε να τους ζητήσει να τον διορίσουν έφορο στην Εθνική Βιβλιοθήκη, δεδομένου ότι είχε περιέλθει εις εσχάτην οικονομική ένδεια. Η απάντηση ήταν αρνητική. Ποτισμένος χολή από την πολιτεία που του γύρισε την πλάτη, πήρε από το Υπουργείο όσα χειρόγραφα μπόρεσε να βρει και πήγε στο Πανεπιστήμιο.
Ήταν τελευταία του ελπίδα. Εκεί ζήτησε από τον πρύτανη το εκτενές κείμενο που είχε σταλεί στην Πρυτανεία τυπωμένο σε πέντε αντίτυπα πριν τέσσερα χρόνια από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Παρισίων. Το κείμενο συνοδευόταν από σχετικό έγγραφο στο οποίο οι Γάλλοι σοφοί συνιστούσαν στη Σύγκλητο την έκδοση του σπουδαίου αυτού συγγράμματος. Ο Πρύτανης (Πρύτανης ήταν ο Παναγιώτης Κυριακός) έδωσε εντολή να αναζητηθούν, τόσο το έγγραφο, όσο και το σχετικό κείμενο. Ύστερα από έρευνα εντοπίσθηκαν σε ογκώδη φάκελλο που είχε σχηματισθεί. Κανείς ωστόσο, δεν είχε μπει στον κόπο να του ρίξει έστω μια ματιά. Όταν ο Πρύτανης Παναγιώτης Κυριακός διάβασε το περιεχόμενο του Γαλλικού δημοσιεύματος έμεινε άναυδος. Δεν πίστευε στα μάτια του. Να υπάρχει στο Πανεπιστήμιο τέτοιος θησαυρός και κανείς να μην έχει αντιληφθεί τόσα χρόνια την αξία του; Ντροπή. Αμέσως έδωσε εντολή στον γραμματέα να ειδοποιήσουν τον Ποταγό πως τον ζητά επειγόντως. Λίγες ώρες αργότερα ο Π. Ποταγός στεκόταν μπροστά στον Πρύτανη. Ο τελευταίος τον χαιρέτησε, έβγαλε τα ματογυάλια του και του είπε βαθιά συγκινημένος: «Αγαπητέ κύριε συνάδελφε, σας συγχαίρω από βάθους καρδίας. Το μνημειώδες έργο σας αποτελεί πράγματι εθνικό θησαυρό. Θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου προκειμένου να εκδοθεί σε  τόμο». Αμέσως την επομένη υπέβαλε στη Σύγκλητο αναφορά στην οποία, αφού εξηγούσε το μεγάλο έργο του Π. Ποταγού και παρέθετε  τις επαινετικές κριτικές των  επιστημόνων  της Γεωγραφικής  Υπηρεσίας των Παρισίων για το έργο του, ζητούσε να εγκρίνει έκτακτη πίστωση για την έκδοση του συγγράμματος. Η σύγκλητος ενέκρινε ομόφωνα πίστωση 5.000 δρχ. Μάλιστα ο καθηγητής Δημήτριος Στρούμπος μετά την ανάγνωση της μελέτης αναφώνησε: «Μα πρόκειται για έργο υπεράνθρωπο. Έργο  που τιμά την πατρίδα μας, αφού και από ξένους ακόμα χαρακτηρίζεται εθνικό».
Μετά την έγκριση του ποσού, ο Πρύτανης επισκέφθηκε τον Υπουργό Οικονομικών Βουλπιώτη,  του ανακοίνωσε της απόφαση της Συγκλήτου και του συνέστησε να εγκρίνει  την πίστωση. Μάλιστα παρατήρησε ότι ο Ποταγός λόγω των πολύχρονων εξερευνητικών του ταξιδιών δεν είχε πλέον  τους απαιτούμενους πόρους για την έκδοση του μεγάλου αυτού έργου. Η απάντηση του Υπουργού Παιδείας Βουλπώτη ήταν αρνητική, ότι δεν υπάρχουν κονδύλια με την αμίμητη φράση: Περίμενε τόσα χρόνια. Ε, ας περιμένει μερικά ακόμα!!!»
Αλίμονο. Το Ελληνικό Κράτος από τότε θα γνωρίσει πολλούς Βουλπιώτηδες που, θρονιασμένοι σε κάποιες αναπαυτικές πολυθρόνες του Υπουργείου «α-παιδείας» θα φροντίσουν να θάψουν επιμελώς τα έργα των Ποταγών του μέλλοντος. Ας είναι. Στην Ελλάδα του χθες, του σήμερα και του αύριο, οι φελλοί πάντοτε  επέπλεαν και πάντοτε θα επιπλέουν. Αρκεί να αναφέρω το εξής χαρακτηριστικό: Λίγα χρόνια πριν τον Βουλπιώτη, στο ίδιο Υπουργείο Παιδείας, με υπουργό τον Ιωάννη Βαλασόπουλο, ο οποίος όταν ύστερα από επιμονή του Ερρίκου Σλήμαν για το θέμα του θησαυρού των Μυκηνών και της Τροίας έφτασε στη Βουλή, εκστόμισε το αθάνατο εκείνο: «Να μαζέψει ο κύριος Σλήμαν τα τσουκαλάκια του από εδώ και να μας αφήσει ήσυχους!!!».
Ο Παναγιώτης Ποταγός πέθανε πάμπτωχος, πικραμένος και απογοητευμένος από την κρατική αστοργία στο χωριό «Νύμφες» της Κέρκυρας τον Φεβρουάριο του 1903 σε ηλικία 64 ετών.
Σήμερα, δυστυχώς η λησμονιά έχει σκεπάσει τον Παναγιώτη Ποταγό και το πολύπτυχο έργο του που πρόσφερε στην ανθρωπότητα. Και λέω δυστυχώς, γιατί όλοι, λίγο πολύ στο σπίτι ή στο σχολείο μάθαμε τα κατορθώματα του Μάρκο Πόλο, του Τζέιμς Κουκ, του Άμουνσεν κ.π.α. Κανείς μα κανείς δε έμαθε κάτι για τον μεγάλο αυτόν Έλληνα εξερευνητή που σφράγισε με το έργο του μια ολόκληρη εποχή. Το έργο του είναι γνωστό μόνο σε έναν περιορισμένο κύκλο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας, ή είναι γνωστό σε γενικές γραμμές στους κατοίκους της Βυτίνας.
Σήμερα στο Κογκό, στην πόλη Isiro (πρ. Paulis) μια από τις μεγαλύτερες λεωφόρους φέρνει  το όνομα «AVUE P. POTAGOS».
Τέλος, στην κεντρική πλατεία της γενέτειρας του Π. Ποταγού, Βυτίνα, υπάρχει προτομή εξ ορειχάλκου, έργο του γλύπτη Θ. Βασιλόπουλου ως και δυο σχεδιαγράμματα του εξερευνητικού οδοιπορικού του στην Ασία και Κεντρώα Αφρική μετά από φροντίδες και έξοδα των Ελλήνων της Αφρικανικής Ηπείρου.
(Σαν Επίλογος… Μετά τον θάνατο του πατέρα, του Π. Π., η μητέρα του παντρεύτηκε τον, από Στεμνίτσα, Αθανάσιο Κανδρή και εγκαταστάθηκαν στη Στεμνίτσα. Η μητέρα, του Π. Π., απέκτησε με τον Αθ. Κανδρή επτά παιδιά χαρίζοντας στον Παναγιωτάκη επτά χαριτωμένα αδέρφια: Τον Νίκο που έγινε Φαρμακοποιός, τον Γιάννη, που σπούδασε και αυτός  Ιατρική, τον Χρήστο, που ασχολήθηκε με χρηματιστηριακές δραστηριότητες, και τα τέσσερα κορίτσια: την Ελένη, τη Δουδού, την Ελπινίκη, και την Ερασμία, που όλες τους καλοπαντρεύτηκαν).
 
 
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου