Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟΝ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΜΑΣ ΔΡΟΜΟ... ΔΙΑ ΣΤΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗ...
«Όταν ο Οδυσσέας έφτασε στο νησί του κύκλωπα Πολύφημου, έμελλε να ζήσει μια περιπέτεια φρίκης που δεν είχε το όμοιο της. Καθότανε και κοίταζε ετούτον το θηριάνθρωπο, πού 'χε στη μέση το
κούτελο ένα μάτι σα μαύρο φεγγάρι. Περιδιάβαζε την ατέλειωτη κατεβασιά
της κεφαλής του, και τις ζαρωματιές της που κατέβαιναν σα ρέματα, και
πάσχιζε να τηνε ξεχωρίσει από τους γύρω βράχους. Έκανε να κοιτάξει τα
δέρματα των αυτιών του, και κατέβαζε τα μάτια σαν δαρμένο σκυλί. Κι όταν
άνοιγε το στόμα του, όταν άνοιγε εκείνον τον καιάδα, χασμουρητά
ρινόκερου και κροκόδειλου τον έκαναν να πισωπατά. Αλλά σαν είδε
σε λίγο το γιγάντιο εκτόπισμα ν' αρπάζει τα συντρόφια του δύο δύο, να τα
χτυπά στην πέτρα σαν κουτάβια, να συντρίβουνται και να καταρρέουν τα
κόκαλα τους με το σαλαγητό σπιτιού που θρουβαλιάζεται συθέμελο. σαν
είδε να ρουφάει από το σπασμένο κρανίο τα μυαλά τους, σα νά 'πινε το
γάλα καρύδας, τότε... Ε' τότε ήταν που του λύθηκαν τα μέλη. Χέρια,
πόδια, μυαλό, γλώσσα, νεύρα, τά 'χασε ούλα. Και τα δόντια του να χτυπάνε
σα βουρλισμένα κρόταλα.
- Τωώρα... βατάρισε. Τώρα ούτε η Αθηνά δε με σώνει. Ζάρωσε απόμακρα, καθότανε, και περίμενε χωρίς να περιμένει.
Και το μάτι του Κύκλωπα να λουχτουκιά ανάμεσα στα τσίνορα από φύλλα
φραγκοσυκιάς. Και το στόμα του, λαγκάδα σκοτεινή, να ξερνοβολά ογκανητά,
ερευγμούς, ανθρώπινα κρέατα και κρασιά.
- Ποσειδώνα μου, η χάρη
σου. Τι πήγες και γέννησες! τραύλισε. Με ποια δράκαινα έσμιξες και τό
'καμες ετούτο το αμπλάκημα; Ετούτο το κολοσσαίον πανικού;
Εκοίταζε πολλή ώρα, και συλλογιότανε πάλι.
- Κι ακούς εκεί; Να τονε λένε Πολύφημο! Εξακουστό, δηλαδή, και
φημισμένο στο ντουνιά. Αυτό δεν είναι όνομα, μπόγια μου. Αυτό είναι ο
ανθός των ονομάτων. Σαν όλους τους δοξασμένους ανθρώπους της εποχής μου.
Που τους ακούει ο κόσμος στα ράδια και στις εφημερίδες. Το όνομα του
είναι τίτλος και κατάθεση της φήμης και της δόξας.
Ετότες ήταν
που βρήκε το δικό του όνομα. Από ψυχολογία φόβου και εναντίωσης τού 'ρθε
η έμπνευση για το δικό του όνομα, που θά 'λεγε στον Κύκλωπα, εάν τον
ερωτούσε. Αφού αυτός είναι το άπαντο της φήμης, εγώ θα είμαι το τίποτα. Εκεί τον εξεχώρισε ο Κύκλωπας ανάμεσα στο παραλοϊσμένο κοπάδι των συντρόφων του. Και τον ερώτησε.
- Και πώς σε λένε εσένα, λεβέντη μου; Που 'σαι και τσιρβελής.
Ο Οδυσσέας μάτιασε καρσί το χαλκωματένιο ταψί της μουσούδας του Κύκλωπα και αποκρίθηκε.
- Κανένα. Κανένα με φωνάζουνε, Κύκλωπα, η μάνα κι ο πατέρας μου, κι όλοι μου οι συντρόφοι.
Ούτις εμοί γ' όνομα. Ούτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ηδέ πατήρ ήδ' άλλοι πάντες εταίροι.
μήτηρ ηδέ πατήρ ήδ' άλλοι πάντες εταίροι.
Ο Κύκλωπας εγέλασε με τη σαγόνα, με τις πλάτες, και με την παραυτίδα του.
- Όνομα και τούτο. Ακούς Κανένας! Μα κι ο βλάκας στους βλάκες να
ήσουνε, καημένε, κι ο βασιλιάς των ποντικών, θά 'χες ένα όνομα της
προκοπής.
Ύστερα τα πράγματα επήρανε κατεβασιά ορυμαγδού. Ο
Οδυσσέας έβλεπε και μέτραε. Μια βραδυά δύο συντρόφοι. Δύο βραδυές
τέσσερες συντρόφοι. Τρεις βραδυές έξι συντρόφοι. Και τελευταίος εγώ,
απόσωσε αχνός σαν την άχνα. Έτσι μου είπε. Σαν τους αμερικανούς
τό ‘μοιασα, όταν σκαρώνανε «τον πόλεμο των άστρων», συλλογίστηκε
πικρόχολα. Θα ιδούμε στο τελεβίζιο όλο τον πλανήτη να γίνεται παρανάλωμα
του πυρός, θα ευφρανθεί η ψυχή μας θέαμα, θα φωνάξουμε: ωραία! κι
ύστερα θα πεθάνουμε κι εμείς. Τελευταίοι και με εικόνα. Τότες
ήρθε ο καιρός, για να μπει στο μυαλό του η Αθηνά. Ο καιρός, με την
έννοια που το λέγανε οι έλληνες. Η κατάλληλη στιγμή, που αλλίμονό σου αν
την αφήκεις και προσπεράσει. Γιατί βρέθηκε σ’ εκείνη την πίεση, που έπρεπε να συμπιεστεί το ασυμπίεστο. Να στιφτεί το μάρμαρο. Έτσι άρχισε ο μεγάλος αγώνας του Οδυσσέα. Ο μεγάλος αγώνας, ο Kampf, η
μια από τις τέσσερες οριακές καταστάσεις του ανθρώπου, που λένε στη
Φιλοσοφία της Ύπαρξης. Αλλά μήπως δεν το λέει κι ο Πλάτων; Ένθα δη πόνος
τε και αγών έσχατος ψυχή πρόκειται.
Το μυαλό του εγίνηκε εκείνη
η χιονοστιβάδα από τα δέκα χιλιάδες άρματα του Κόνιεφ και του Ζούκωφ,
που εκατέβαιναν και ισοπέδωναν τα όρη. Κουβαλάει το δυνατό κρασί
από τα ασκιά・ μεθάει κουνουπίδι τον Κύκλωπα. περιμένει να βουλιάξει
στον υδράργυρο του ύπνου. ξύνει με το μπαλταδάκι κοφτερά τη μύτη του
παλουκιού・ τι παλούκι, δηλαδή, αυτό ήταν ολόκληρο κατάρτι. και ύστερα
το καίει στη φωτιά. Κι όταν ο Πολύφημος ξερνοβολά και ροχαλίζει,
σα να κατρακυλάνε στη ροβόλα δέντρα ξερριζωμένα και χαλικωσιές, του το
μπήγει στο μάτι μ' ένα ουααά! που το παλούκι έφτασε ως το μυαλό. Έτσι
έκαμε τον κόκλη καίκο. Το μονόφθαλμο τυφλό. Άχνιζε και καιγότανε
και τσιτσίριζε το ξύλο και η σάρκα. Και η γλήνα του ασπραδιού περέχυνε
ολάκερη την προσκαμουσιά του ανθρωποφάγου.
Ακκούμπησε στην άκρη της σπηλιάς ξεπνοημένος.
- Ούτε για να κυριέψω την Τροία δεν ίδρωσα τόσο! απόσωσε.
Και σαν μέρωσε η μέρα και χάραξε η αυγή, γατζώνεται αυτός και το κάθε
συντρόφι ένα κριάρι στην κοιλιά, και ξαναβγαίνουν στο φως από τη γούφα
της φοβερής κλεισμάρας. Σα να ξαναβγήκαν από την κόλαση. Όπως θα
ιστορήσει σε μια παρακατιανή ραψωδία, τη Νέκυια. Ο Κύκλωπας
σκούζει, τινάζεται, βλαστημά, σπαρταράει. Χτυπιέται και παραγουλιάζεται
απάνω στους βράχους, σαν ένα πελώριο χταπόδι, που μόνο ο πατέρας του με
την τρίαινα θα δύνοταν να καμακώσει. Ο Οδυσσέας δύο λιθοπέτια
μακρυά, καβάλα στο καράβι του, σα νά 'τανε καβάλα στην ευνή της Κίρκης,
γυρίζει και κοιτάει στο νησί. Βλέπει το μόστρο να ασπαίρεται, και με τις
οιμωγές και τις βλαστήμιες του να ξεγδέρνει στα τυφλά τους δεκαέξι
αέρηδες. Βάζει τότε τις δύο απαλάμες στο στόμα χωνί, και του φωνάζει.
- Εεεέ, Πολύφημε. Άτσαλε και χάχα! Αν σε ρωτήσουνε ποτές, ποιος σου
πούλησε την άγρια τυφλομάρα στο φεγγί σου, που ένα τό 'χες και κείνο
όρτσα, να τους ειπείς ο Οδυσσέας. Ο γιος του Λαέρτη. Ο
καστροκαταλύτης...
Κύκλωψ, αι κέν τίς σε καταθνητών ανθρώπων
οφθαλμού είρηται αεικελίην αλαωτύν
φάσθαι Οδυσσήα πτολιπόρθιον εξαλαώσαι.
οφθαλμού είρηται αεικελίην αλαωτύν
φάσθαι Οδυσσήα πτολιπόρθιον εξαλαώσαι.
Την περιπέτεια την άρχισε ο Κανένας και την ετελείωσε ο Οδυσσέας. Η
ιστορία αυτή στο νησί του Κύκλωπα είναι η ζωή του καθένα μας. Με τον ένα
ή τον άλλο τρόπο, ο κάθε άνθρωπος του μέλεται να ζήσει τη δική του
Κυκλώπεια. Είτε στο ρόλο του Οδυσσέα, είτε στο ρόλο των συντρόφων. Όχι
βέβαια του Κύκλωπα. Γιατί ο Κύκλωπας είναι ο λόγος της φύσης και ο
ορισμός της μοίρας μας. Ξεκινάμε τη ζωή μας ανυπόστατοι,
αδοκίμαστοι, ανύπαρκτοι, ανώνυμοι. Ξεκινάμε μέσα στην οντολογική λήθη,
και μέσα στην αδιαφανή ομίχλη της μέριμνας. Αυτή μας παλεύει, να μη
δέσουμε δεσμούς συναγωγούς φιλίας με τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης μας. Ο
καθένας μας ξεκινά με το όνομα Κ α ν έ ν α ς.
Αν ξεφύγουμε
ετούτη την πανίσχυρη βαρυτική δύναμη, που μας τη φόρτωσαν οι θεοί, ο
Δίας η Μέριμνα η Γη, φενάκη και δόλωμα, για να μη νιώθουμε άκοπα και
χάρισμα το πολύτιμο νόημα της ίδιας της ζωής μας・ αν φτάσουμε να
πληρώσουμε το ακριβό λύτρο που αξιώνει η φύση και η ουσία της ανθρώπινης
μοίρας μας・ αν αλλάξουμε το μουσικό μας τρόπο, πηδώντας από τον απλοϊκά
υποστασιακό στον αυθεντικά υπαρκτικό άνθρωπο, από τη φλογέρα του βοσκού
στο φλάουτο του Μότσαρτ (Zauberflote), από το Man στην Existenz, από το
Ούτις στο Οδυσσέας・ αν γίνει να κινήσουμε λειτουργικά τη διαλεκτική μας
σχέση με το πρόβλημα της ουσίας και του βάθους της ζωής μας・ αν
περπατήσουμε το βραχύ μας βίο έξυπνοι και εγρήγοροι, και όχι κοιμισμένοι
και νεκροί που σαλαγιούνται σαν πρόβατα στο Γιοφύρι της Λόντρας ή στην
οδό Πανεπιστημίου, τότες έχουμε νικήσει το φοβερό Κύκλωπα και τη
φυλακή της σπηλιάς του. Ελαξουργήσαμε την άμορφη και άσχημη πέτρα του
Κανένας, και μέσα από το σκοτάδι της ανεβάσαμε στο φως τον άνθρωπο με
όνομα. Ένα άγαλμα ορατό και ωραίο ωσάν το Δορυφόρο του Πολύκλειτου.
Ποιοι είναι οι σύντροφοι του Οδυσσέα; Είναι εκείνοι που ο καθένας τους
είναι ένας Κανένας, και Κανένας θα μείνει. Μας είναι και θα μας μείνουν
τόσο άφαντοι και άγνωστοι όσο και οι κάτοικοι του Λάγκος και της
Μοζαμβίκης σήμερα, ή οι κάτοικοι της Σκυθίας και της Βαιτικής εχθές. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα είναι κάποιοι «ομογενείς», κατά την πονεμένη
έκφραση του Μυριβήλη, που έζησαν στο χωριό και στον καιρό του Σολωμού,
του Καποδίστρια, του Βενιζέλου, του Καβάφη, και όποιου άλλου μεγάλου και
τιμημένα επώνυμου. Είναι οι χιλιάδες και μυριάδες άνθρωποι που έζησαν
και βουλιάξανε άγνωστοι και ανώνυμοι για μας στην άπειρη λήθη του
σύμπαντος. Όμοια, όπως εβούλιαξε ο παπούς του παπού μου και η
γιαγιά της γιαγιάς μου. Γνωρίζεις, τίμιε αναγνώστη, να μου ειπείς ποιο
ήταν το όνομα της γιαγιάς της γιαγιάς σου; Την εσκέφθηκες ποτέ σου έστω
και μία φορά; Που ημπορεί να ήταν έμορφη, σαν τη Μπαλατσινού! Πού το
ξέρεις;
Ο Σολωμός όμως και ο Κολοκοτρώνης, ο Βενιζέλος ο Κάλβος,
και οι άλλοι μεγάλοι και τίμιοι επώνυμοι είναι ο Κανένας που ενίκησε
τον κύκλωπα της Μέριμνας, και καταστάθηκε να γίνει ο ένας με τ’ όνομα. Είναι οι άνθρωποι, που, ένας ένας στο πόστο του, εκάμανε τον αγώνα και
ζήσανε την αγωνία, που έκαμε και έζησε στην αρχή της Κυκλώπειας ο
Κανένας, για να γίνει στο τέλος ο Οδυσσέας. Δρόμος, ε!»
(Από τη Γκέμμα του Δημήτρη Λιαντίνη, κεφάλαιο Κυκλώπεια, σελ. 96 - 101)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου