ΑΣ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΘΟΥΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΜΠΝΕΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΔΙΑΝΟΗΤΗ Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗ. ΚΑΠΟΙΕΣ ΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ...
Ενώ νομίζουμε ότι αγωνιζόμαστε για τη ζωή, στην πραγματικότητα κατασκευάζουμε το μεγάλο μας θάνατο. (Λιαντίνης-1984)
Γιατί τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τα πάθη; Χωρίς τα πάθη του ο άνθρωπος είναι δρομέας κουτσοπόδης και δισκοβόλος κουλός. Είναι Κικέρωνας με κομμένη γλώσσα, ναυτικός χωρίς τη θάλασσα, ένας επιβήτορας ευνουχισμένος. Τα πάθη μας ξεσηκώνουν το μεγαλουργό βούρλισμα της δημιουργίας. Και κάνουν την κούκλα γυναίκα, και το γεφύρι πέρασμα, και τον καλόγερο Παπαφλέσσα. Τα πάθη μοιάζουν με το θάνατο, που ‘ναι το δώρο της ζωής και το μυστικό της. Αλλίμονο αν φύγει ο θάνατος από μέσα μας. Ξέρετε γιατί δεν πεθαίνουν τα πτώματα; Γιατί ο θάνατος έφυγε από μέσα τους. ("Πολυχρόνιο, Στοά και Ρώμη")
Βλέπω ότι ο homo insipiens, ο άνθρωπος βλάκας, είναι ο κραταιός, ενώ ο homo sapiens είναι ο ανίσχυρος. Και ότι ο πρώτος οδηγεί το δεύτερο σε ομαδικό θάνατο τάφου. Και πάνω στην ταφόπλακα διαβάζουμε κιόλας το επίγραμμα της βλακείας, που σκάλισε ο γοερός ποιητής: "Δω μια φορά ήταν άνθρωπος, κι εκεί ‘ταν ένας τόπος".»
("Γκέμμα")
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε.
("Γκέμμα")
Η πηγή της ζωής που ζούμε είναι ο θάνατος που φέρνουμε μέσα μας, Αλίμονο σε κείνον που ο θάνατος θα φύγει από μέσα του. Ένα πτώμα όσο και να αγωνίζεσαι να το κάμεις να πεθάνει, δεν θα τα καταφέρεις. Γιατί ο θάνατος έχει φύγει από μέσα του. Έχει πεθάνει... Ο θάνατος λοιπόν είναι η λήξη, αλλά είναι και ο τελικός στόχος, ο έσχατος και ο συγκεντρωτικός σκοπός της ζωής μου. Όλα όσα κάνω εκεί αποβλέπουν και εκεί κατατείνουν. Η φορά της ζωής μου με φέρνει να πραγματώσω, να φτάσω, να κατορθώσω, να συντελέσω, να δικαιώσω, να αποκαταστήσω την εκκρεμή στιγμή του θανάτου μου... Είναι και ο θάνατος πράγμα φυσικό. Όπως το μήλο στη μηλιά, το κυανού της θάλασσας, η αυγή που προβαίνει, ο ίσκιος του όρους. Το να κουβεντιάζεις το θάνατο δεν οδηγεί στον πεσσιμισμό και στην άρνηση. Ούτε στην παραίτηση από τη ζωή, και στο μοιρολόι της φώκιας. Αντίθετα ετούτος ο τρόπος στόχασης είναι ο μόνος τίτλος που πιστοποιεί πως ο άνθρωπος κατάκτησε την πνευματική του αρτίωση. Σε μαθαίνει να βλέπεις τα πράγματα και τη ζωή με την πιο εκλεκτή ένταση, και με ένα βλέμμα διαρκώς παρθενικό. Γιατί κάθε φορά τα βλέπεις και τα ζεις για τελευταία φορά.
("Τα Ελληνικά")
Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου... Για το δίκαιο άνθρωπο ο θεός, το υπέρτατο ον, θα μένει ανάμεσα στο ναι και στο όχι. Θα δηλώνει το σημείο της αιώνιας αναζήτησης, και της αιώνιας απορίας. Θα είναι το ον, τό ἀεὶ ζητούμενον καί ἀεὶ ἀπορούμενον, που γράφει ο Αριστοτέλης στα “Μετά τά Φυσικά” του.
("Γκέμμα")
Ο περήφανος και ο τίμιος άνθρωπος θα ζητήσει την εσχατιά της αλήθειας, παρότι υποψιάζεται ότι το φως της θα τυφλώσει τη χωματένια του όραση. Όταν ο Οιδίποδας θα τιναχτεί σαν βέλος, και θα μάθει το έσχατο τι και το έσχατο πώς της ύπαρξης του, χωρίς να διστάξει στιγμή θα αρπάξει τα χέρια του και θα βγάλει τα μάτια του. Οι έλληνες, τίμιοι και περήφανοι, δεν καταδέχτηκαν να ζήσουν στην άγνοια. Πολύ περισσότερο την άγνοια τους δεν την έκαμαν απατηλό σημείο σωτηρίας και ρεζίλεμα.
("Τα Ελληνικά")
Να υπάρχεις Ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς. Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από τη φύση· όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων. Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης· όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων. Ότι αποθεώνεις την εμορφιά· γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου. Και κυρίως αυτό: ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πως αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.
("Τα Ελληνικά")
Όλη η φάμπουλα της νέκυιας, η φήμη δηλαδή, η ιστορία, ο μύθος, η κωμωδία, η τραγωδία, είναι μια ποιητική κατασκευή, που πήγασε από την ανάγκη μας να δώσουμε μια αισθητική διέξοδο στον πόνο που νιώθουμε μπροστά στο αδυσώπητο φαινόμενο του θανάτου. Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στο θάνατο είναι η αιτία που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Άδη. Και πάντα μέσα στη σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της επινόησης, πέρα από τα φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία. Όλα τούτα περιεντυμένα με μια πανούργα υποκρισία, που έδωκε το στίγμα και το χρίσμα της ψευτιάς μέσα στο παγκόσμιο καθεστώς και στις ανθρώπινες κοινωνίες. Όμως το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμός μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές... Αφού δεν υπάρχει ο κάτω κόσμος, κι αφού κανείς δεν επάτησε τον Άδη, ποιο μεράκι έσπρωξε τους ποιητές να πλάσουνε τις νέκυιες; Θα σου το ειπώ. Το ταξίδι που κάμανε οι πέντε μεγιστάνες της ποίησης, το κάμανε ζωντανοί. Και στον απάνω κόσμο. Αυτός ήταν ο τρόπος να μελετήσουν τον ιδικό τους θάνατο σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή, και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή το ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζεις κι αυτό που δεν είσαι, δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο. Νέκυια σημαίνει ότι τα «ἐνεργείᾳ» σου, δηλαδή αυτό που είσαι τώρα που ζεις, τρέφεται και αυξαίνεται από το «δυνάμει» σου, δηλαδή από αυτό που θα γίνεις, όταν δε θα ζεις. Στην αντίθετη περίπτωση αφαιρείς από το προσωρινό του ζωντανού το μόνιμο του πεθαμένου. Ποιος είσαι στο κατακάρδι και στη βάση σου όμως, εάν διαλέξεις το ελάχιστο που έχεις απορρίξει από μέσα του το πλείστο; Νέκυια σημαίνει ότι κερνάς στο ποτήρι σου το γλεύκος της ύπαρξης και το γλεύκος της ανυπαρξίας σου, και πίνεις ύστερα στη σωστή αναλογία το κρασί της ζωής. Ήσυχα, και χωρίς αυταπάτες.
("Γκέμμα")
Ξέρεις πόση απόσταση υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνον που τιμά τη φυσική γνώση πως όταν πεθάνει θα χαθεί, όπως χάνεται το φύλλο του δέντρου, που λέει ο Όμηρος, και ανάμεσα σ’ εκείνον που τον έμαθαν να πιστεύει πως όταν πεθάνει, θα μεταναστέψει σε κάποια υπερουράνια Αμερική; Υπάρχει τόση απόσταση, όση απόσταση υπάρχει ανάμεσα στο χαλίκι και στο διαμάντι των Ρομανόφ. Υπάρχει τόση διαφορά ουσίας και ποιότητας, όση διαφορά υπάρχει ανάμεσα σ ̓ έναν κανίβαλο μάγο της φυλής των Παπούας και στο Ντίρακ που ανακάλυψε την αντιύλη. Στο πρόβλημα του θανάτου, που για τον άνθρωπο είναι το πρόβλημα των προβλημάτων, και για τη φιλοσοφία ο μόνος δρόμος που οδηγεί στη γνήσια έρευνα και στην αληθινή γνώση για τη φύση και τη μοίρα του ανθρώπου**, όπως ισχυρίζεται ο Πλάτων, οι Έλληνες δεν καταδέχτηκαν να κοροϊδέψουν τον εαυτό τους. Αρνηθήκανε να αυτοεξευτελιστούν. Και αφού δεν τον κορόιδεψαν εδώ, στον κίνδυνο και στον αγώνα τον έσχατο, είναι αυτονόητο πως δεν τον κορόιδευαν και σε τίποτα άλλο. Κυνήγησαν τον πάνθηρα δηλαδή, και θα κιότευαν μπροστά στους ψύλλους;
("Τα Ελληνικά")
Να σέβεσαι ένα δέντρο περισσότερο από ένα βιβλίο. Ακόμη και όταν το τελευταίο είναι οι Ωδές του Κάλβου. Κι αν δεις ένα μικρό μυρμήγκι να τραβάει στη δουλειά του, είναι χρήσιμο να συλλογιστείς ότι το έργο που κάνει δεν είναι μικρότερο από μια σπουδαία αγόρευση του μεγάλου Βενιζέλου στη Βουλή.
("Homo Educandus")
Κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova. Έτσι, από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής. Πιο πλατιά, και πιο μακρυά, και πιο βαθιά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος. Το δραστικό προτσές δηλαδή ολόκληρης της ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α και το Ω του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το είναι και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του. Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική ασθενής ισχυρή βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι' αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ίδιου προσώπου. Είναι ο έμορφος Ενδυμίων, ας πούμε. Που άλλοτε ξύπνιος ακκουμπάει το κεφάλι του τρυφερά στα στήθη της Σελήνης και την κοιτάει στα μάτια. Και άλλοτε κοιμάται τον ύπνο του νεκρού κάτω από το απέραντα αμίλητο βλέμμα της. Με τρεις μόνο καταδηλώσεις, αλλά επιφανείς και ελληνικές, θα θυμίσω ότι ο έρωτας και ο θάνατος είναι το ίδιο πράγμα.
Πρώτο το φραγμένο 15 του Ηράκλειτου. "Ἄδης καί Διόνυσος ἓν καί ωυτό."
Δεύτερος ο στίχος του Σολωμού. "Μόλις ειν’ έτσι δυνατός ο έρωτας κι ο χάρος."
Τρίτος ο λαμπερός δημοτικός μας δεκαπεντασύλλαβος. "Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις".»
("Γκέμμα")
Η καθοριστική επίδραση του θανάτου στη δομή της ανθρώπινης πράξης φανερώνει τη σπουδαιότητα, που έχει το πρόβλημα σε σχέση με τη ζωή. Τη γνησιότητα ή μη της ζωής προσδιορίζει η παράλληλη συνοδεία της μνήμης ή της λήθης του θανάτου. Αγρυπνία θανάτου σημαίνει κατάσταση εξόδου από τον ύπνο της ζωής. Ό,τι φαίνεται σαν υπόθεση των πεθαμένων αποτελεί το ανεπιτέλεστο χρέος των ζωντανών. Η μέριμνα θανάτου καταργεί την ακηδία της ζωής, στο βαθμό που η αμεριμνησία θανάτου οικονομεί και κατασκευάζει την κηδεία της. Ο ολοφυρμός των ζωντανών μπροστά σ’ ένα νεκρό εκφράζει την οδυνηρή τους γνώση για την απουσία της ζωής από το πτώμα, στο βαθμό που εκφράζει την οδυνηρή του άγνοια για την παρουσία θανάτου στον ίδιο τον εαυτό τους. Η αναγνώριση ή η αγνόηση του θανάτου καταντά να συμπίπτει αντίστοιχα με την αναγνώριση ή την αγνόηση της ζωής. Το παράλογο συμπέρασμα, ότι ο θάνατος είναι της ζωής η ζωή, φαίνεται αναπότρεπτο.
("Έξυπνον ενύπνιον")
Οι θρησκείες είναι η ομαδική παράκρουση των λαών να πιστεύουν και να καταθέτουν στο θεμέλιο της ζωής τους υλικά πνεύματος που δεν έχουν καμία σχέση με τη φύση και την αλήθεια. Όχι πως αποκλείεται η ιδέα του υπέρτατου όντος, που σχεδίασε, εκίνησε, και οικονομεί το σύμπαν και την πορεία του. Αυτός που θα 'λεγε κάτι τέτοιο είναι τόσο απλοϊκός όσο και ο αντίπαλός του. Ακόμη και η τυχαιότητα αν είναι ο δημιουργός του σύμπαντος, δεν παύει να 'χει όλα τα διάσημα και τις περγαμηνές ενός συμπαντικού θεού. Εκείνο όμως που αποκλείεται είναι το δεδομένο πως αυτό το υπέρτατο όν έχει κάποια σχέση με τις θρησκείες. Αντίθετα, οι θρησκείες είναι οι τρόποι συμπεριφοράς του ανθρώπου, που παραποιούν το υπέρτατο ον, το στρεβλώνουν, το εκφυλίζουν, το αρνούνται. Κυρίως όμως το καπηλεύουνται, και το ρευστοποιούν σε δεκάρες. Βασικά οι θρησκείες είναι εμπορεία φοινικικά στις Λαύρες και στις Στοές του σώματος των ανθρώπων, όταν το υγιές μυαλό γίνεται άρρωστη ψυχή. Βούδας, Γιαχβέ, Μωάμεθ, Λούθηρος, Λάο- τσε, πάπας έχουν τόση σχέση με την ευκλείδεια γεωμετρία ή με τη θεωρία της Μεγάλης Σύνθλιψης, όση σχέση έχει ο ήλιος του Αούστερλιτς με την Καλλιστώ του Δία. Είτε τη βλέπουμε σαν ερωμένη θεού, είτε τη βλέπουμε σα δορυφόρο πλανήτη. Ο τέταρτος κίνδυνος είναι και ο πρώτος. Γιατί είναι ασύγκριτα πιο απειλητικός από τους άλλους τρεις (δημογραφικός, οικολογικός, πυρηνικός). Και αυτό με την έννοια ότι οι θρησκείες έχουν καταθέσει τη θεμέλια πέτρα, που πάνω της χτίζεται η ζωή του ανθρώπου σαν δύναμη μαζική και από κάποιο σημείο και πέρα ανεξέλεγκτη. Ο κίνδυνος της θρησκείας, δηλαδή, είναι το εκτροφείο και των τριών άλλων κινδύνων. Του δημογραφικού, του οικολογικού και του πυρηνικού. Γιατί η θρησκεία με την κυρίαρχη δράση της στην ιστορία έκαμε, ώστε σήμερα σάπισε η αντίληψη και η γνώμη του ανθρώπου για τη ζωή. Αν καταλάβουμε σε τι βαθιά επίπεδα δουλεύει, θα μας κυριέψει ο πανικός τρόμος. Είναι τυχαίο νομίζεις πως το πρώτο πράγμα που βλέπει το νήπιο με τρόμο είναι ο ιερέας, όταν πάνω από το κεφαλάκι του αγωνίζεται να το πνίξει στην κολυμπήθρα της βάφτισης; Ή είναι τυχαίο πως το τελευταίο πράμα που κατευοδώνει τον άνθρωπο στη λησμονιά, μάταιο κουφάρι πια και τεντωμένο, είναι η φτυαριά το χώμα που φτυαρίζει απάνω του ο ιερέας; Όχι, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Λαβαίνουμε, λοιπόν, πραγματική την υπόθεση ότι η θρησκευτική πέτρα που πάνω της χτίζεται το Α και το Ω της ζωής των ανθρώπων σαν μάζας δεν είναι στερεή. Ότι δεν είναι καν πέτρα. Τότε στο οικοδόμημα του πολιτισμού βλέπω εκείνο το ξενοδοχείο στο Λουτράκι, το χωρίς οπλισμό και στατική πληρότητα, που ο σεισμός που φέρανε οι Αλκυονίδες Πέτρες στα 1981 το κατάχωσε στη γης. Apollo Hotel το λέγανε θαρρώ.
("Τα Ελληνικά")
Λέμε, για παράδειγμα, Κάννες ίσον ο ανόητος ύπατος Τερέντιος Ουάρρων. Στάλινγκραντ ίσον ο τραγικός στρατάρχης φον Πάουλους και ο Γκαίρινγκ που τον πήρε στο λαιμό του. Για προσπάθησε όμως να ιδείς έναν-έναν τους πενήντα χιλιάδες ρωμαίους λεγεωνάριους και ιππείς που έπεσαν στις Κάννες, ή τους ενενήντα χιλιάδες στρατιώτες που πάγωσαν στο Στάλινγκραντ; Και που ο καθένας τους σαν ύπαρξη βαραίνει όσο ο Ουάρρων και ο φον Πάουλους! Και κατά προέκταση, για προσπάθησε να αντικρύσεις όλους τους ανθρώπους της γης που έχουν πεθάνει από την εποχή των τελευταίων παγετώνων μέχρι σήμερα; Και βέβαια που θα παγώσει το αίμα σου, σαν του Δάντη. Όταν, λοιπόν, κάτω από την πίεση της μέριμνας ζούμε σε αυτή την οντολογική λήθη, είμαστε στην ουσία πεθαμένοι και ανύπαρκτοι. Όπως ουσιαστικά είμαστε ανύπαρκτοι ο κάθε έλληνας για τους κατοίκους της Γουατεμάλας. Και για να το ειπώ αντίστροφα. Σε ρωτώ, αναγνώστη μου, ποιόνε ξεύρεις από τα είκοσι εκατομμύρια της Πόλης του Μεξικού; Ποιόνε ξεύρεις από τη χώρα του Πακιστάν με τα εκατόν δέκα εκατομμύριά της; Κ α ν έ ν α ν. Έξω από τις πέντε δέκα εκατοντάδες ανθρώπους που γνωρίζουμε και μας γνωρίζουν, ο καθένας από μας για τους άλλους κι ο καθένας από τους άλλους για μας είναι ο κανένας. Και ταχιά θα λείψουν κι αυτές οι πέντε δέκα εκατοντάδες. Λίγο ακόμη και θα τα ξεχάσεις όλα. Λίγο ακόμη και θα σε ξεχάσουν όλα, που έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος.
Ο Μαρτίνος Χάιντεγγερ, ο δάσκαλος του Σάρτρ, ο πιο γνήσιος από τους πέντε φιλοσόφους της Φιλοσοφίας της Υπαρξης, είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος που είδε τους ανθρώπους στη σχέση τους με τη μέριμνα. Και με βάση τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τη μέριμνα, τους διαιρεί σε δύο κατηγορίες. Η μια κατηγορία είναι οι Πλείστοι. Είναι αυτοί που τους έχει απορροφήσει η μέριμνα. Την κατηγορία αυτή ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Ο δημώδης υποστασιακός τύπος», ή το Man. Η λέξη man στη γερμανική γλώσσα είναι αόριστη αντωνυμία και σημαίνει τις, κάποιος. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι Ελάχιστοι. Ποσοστό ένας στους μύριους ή ένας στις εκατό μυριάδες. Είναι εκείνοι που ο καημός και το μεράκι τους για τον άνθρωπο και τη μοίρα του τους απορροφά σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιστρέφοντας το σχήμα ζουν έξω από τη μέριμνα και την οντολογική λήθη. Ζουν, δηλαδή, μέσα στην αλήθεια της ύπαρξης. Ετούτοι, οι δεύτεροι, ζουν και τους δέρνει μια τρέλα ιερή. Βασανίζουνται, υποφέρνουν, αγωνιούν. Βοούν μόνοι τους στην ερημία, στα άγρια μεσάνυχτα, στις απόγκρεμνες σπηλιές του «τι είναι;» και στις κώχες του «τι πρέπει;» Είναι η φυσική σχιζοφρένεια της μεγαλοφυίας. Οι περισσότεροι μένουν έξω από την ευδοκίμηση και την πρόοδο, όπως την εννοεί ο πολύς κόσμος. Άλλοι τρελαίνουνται, άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι κόβουν το αυτί τους σαν το Βαν Γκογκ, που πέθανε στα τριάντα εφτά του από «πυρετό ύπαρξης». Αυτή τη δεύτερη κατηγορία ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Η με αυθεντικό τρόπο εννοούμενη ύπαρξη», ή η Existenz. Η πρώτη κατηγορία, το man που σημαίνει κάποιος, σημαίνει και κανείς. Λέμε λ.χ. την πρόταση: ημπορεί να ειπεί κάποιος ότι η ζωή είναι έμορφη. Αλλά την ίδια πρόταση τη λέμε κι έτσι: ημπορεί να ειπεί κανείς ότι η ζωή είναι έμορφη. Επομένως το man, το κάποιος του Χάιντεγγερ, είναι και το κ α ν έ ν α ς. Αυτή είναι η έννοια ότι ζούμε στην οντολογική λήθη, ότι ζούμε αλλά δεν υπάρχουμε. Ότι είμαστε ο κ α ν έ ν α ς. Φιλοσοφικά, τη θεώρηση της ζωής μας από τη σκοπιά του ένας ή του κανένας, του τις ή του οὖτις, μας την έδωκε με τρόπο ακραία αδρό και λακωνίζοντα ο Πίνδαρος στον όγδοο Πυθιόνικο. Εκεί, αυτός ο πρίγκιπας ανάμεσα στους εννέα επιφανείς έλληνες λυρικούς, σε μια στιγμή του υψηλή λέει, ἐπάμεροι: τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. Δηλαδή: είμαστε της στιγμής· τι είναι, τι δεν είναι κανείς; ο άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου.
("Γκέμμα")
Κάθε φορά που θα πετύχουμε το στόχο που έχουμε, αμέσως έχει εμφανισθεί στον ορίζοντα καινούργιος. Η ζωή μας είναι μια παραπομπή σε συνεχώς εμφανιζόμενους στόχους, κατά το ακόλουθο σχήμα. Πρώτο επίπεδο. Να τελειώσω το Λύκειο• να πετύχω στις πανελλήνιες• να λάβω το πτυχίο• να βρω δουλειά• να παντρευτώ• να γεννήσω ένα ή δύο παιδιά• να χτίσω σπίτι• ν’ αγοράσω αυτοκίνητο• να κάνω διακοπές στη Σιθωνία. Δεύτερο επίπεδο. Να χτίσω και εξοχικό• να βελτιώσω τους τροχούς μου από τη Φάου-Βε στη Μπι-Εμ-Τάμπλιγιου• να κάνω διακοπές στην Καζαμπλάνκα• να γραφτώ και στους μασόνους. Τρίτο επίπεδο. Ν' αποχτήσω κοινωνική επιφάνεια• να δημοσιογραφήσω στον κίτρινο τύπο• να ιδούν ο κόσμος τη μουσούδα μου και στο τελεβίζιο, να θαγμάξουν• να διασκεδάσω στο καμπαρέ του Παρισιού «Λατινικός Παράδεισος». Τέταρτο επίπεδο. Εδώ οι γεύσεις είναι ντελικάτες, οι επιδόσεις ανώτερες, και η τεχνολογία προηγμένη. Να διχτυωθώ σε διασυνδέσεις διεθνείς• να γίνω μέλος της Ακαδημίας των αθάνατων κρανίων, της ζωντανής κοκαλίστρας αλλιώς• νά ‘χω οδηγό στη λιμουζίνα μου• νά ‘χω και τη φρουρά μου από γορίλλες και χωροφυλάκους• να δοκιμάσω και τη λεγόμενη «δημιουργική μοιχεία», μέσω ειδικών πολυτελών γραφείων. Τον περίφημο Schöpferischen Ehebruch, που λένε οι γερμανοί. Μ' ένα λόγο, οι συνεχώς εμφανιζόμενοι νέοι στόχοι κάνουν τη ζωή μας κάπως όμοια με την Ανάβαση των Μυρίων από τις Σάρδεις στα Κούναξα, και από τα Κούναξα στο «θάλαττα θάλαττα» του Ξενοφώντα. Κάθε στόχος στην πορεία μας είναι κι ένας σταθμός. Και η απόσταση ανάμεσα στους σταθμούς μετριέται με παρασάγγες. Τριάντα στάδια ο καθένας. Ήγουν χιλιόμετρα πέντε κόμμα τέσσερα. Έρχεται, λοιπόν, μια ωραία πρωία στις δυσμές του βίου μας, κι έχουμε θέσει ακόμη ένα σκοπό. Όμως ο σκοπός αυτός βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Γκρεμιζόμαστε απότομα μέσα στον άπατο χάνδακα του θανάτου μας, κι έχουμε καρφωμένα τα μάτια μας αντίκρα. Τι τύφλωση! Πεθαίνουμε, δηλαδή, χωρίς να καταλάβουμε ότι πεθάναμε. Όπως ακριβώς εζήσαμε, χωρίς να υπάρξουμε. (Ζει το ζώο, υπάρχει ο άνθρωπος). Μ' ερωτάς πώς έζησα χωρίς να υπάρξω; Μα είναι απλό. Γιατί στην προσπάθεια και στον αγώνα μου να πετύχω όλους τους στόχους που συνεχώς έθετα, ήμουν τόσο απορροφημένος από τη φροντίδα τους, ώστε δεν είχα μάτια για τίποτα βαθύτερο. Και αυτό είναι το νόημα των λόγων που είπε ο Κρόνος στη Μέριμνα: «Κι εσύ, Μέριμνα, θα τον κατέχεις και θα τον δυναστεύεις όσο ζει». Αλλά εδώ ακριβώς είναι το στίγμα και η στιγμή, που εμφανίζεται το σύμπτωμα του υποστασιακού μας καρκίνου. Κοιτάζει ο στοχαστής γιατρός την ακτινογραφία του πνευματικού μας θώρακα, και με μια μελαγχολική ηρεμία ψιθυρίζει σιγά: - Μωρέ μπράβο σου! Που το ‘κονόμησες ετούτο το παράσημο; Κι είσαι μόλις δεκαοχτώ χρονώ! Η παραβολή σημαίνει: Απορροφημένοι από τους στόχους και τη μέριμνα να τους πετύχουμε, λησμονούμε πως η ζωή μας είναι και κάτι άλλο. Κάτι περισσότερο από μια κίνηση μπίλιας σε λεία επιφάνεια. Και μη νομίζεις ότι, αν πας στην Επίδαυρο να ιδείς Αισχύλο, ή αν ακούς τα βράδια μουσική δωματίου, κυλάς έξω από αυτή τη λεία επιφάνεια.
Η μέριμνα δε μας αφήνει να σκεφθούμε πάνω σε κάποια ερωτήματα ουσίας και βάσης: Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, για πού τραβάμε; Γιατί πεθαίνουμε; Τι θα γίνουμε όταν πεθάνουμε; Ποιος όρισε τέτοια τη φύση και τη μοίρα της ζωή μας; Και τι λογής είναι αυτός που την όρισε τέτοια; Γιατί υπάρχει το φυσικό κακό και το ηθικό κακό; Το malum physicum και το malum morale, που λένε; Πώς ημπορούμε να βοηθήσουμε αποτελεσματικά τον άνθρωπο με βάση τη γνώση, και όχι με βάση την ψευτιά και το δόλο των παπάδων; Μήπως η ζωή μας γίνεται να γίνει αλλιώτικη; Και τι πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε αυτό το έργο της ανάγκης; Αυτά τα βαθύτερα προβλήματα τα βλέπουμε όλοι και τα βρίσκουμε απλά. Όπως βλέπουμε συνηθισμένη την κορυφή του Έβερεστ με μάτι τόσο αυτονόητο. Για δοκίμασε όμως, παλικαρά μου, να την ανεβείς! Και αυτό είναι το κακό. Η δυσκολία τους μας σπρώχνει να τα προσπερνάμε. Ή να τα λύνουμε με μια μονοκοντυλιά. Εννοώ ότι υιοθετούμε αμέσως και αβασάνιστα τις ακαταμέτρητα γελοίες παραστάσεις που φυτεύουν μέσα μας οι θρησκείες. Και ο δόλος τους βέβαια. Συμπέρασμα. Η αδιάκοπη μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους που θέτουμε, σκεπάζει τη ζωή μας έτσι, ώστε όλα τα βαθύτερά της να βυθίζουνται στο σκότος. Μπαίνουμε σ' ένα είδος οντολογικής ομίχλης, που κρύβει το τοπίο της ύπαρξης μας. Και να ζεις μες στη λήθη σημαίνει ότι δε ζεις στην αλήθεια. Τι είναι η αλήθεια; Είναι εκείνο που βλέπεις και ζεις, όταν αναδυθείς από τη λήθη. Το α- είναι στερητικό. Η αλήθεια είναι το έξω από τη λήθη, που μέσα της μας βυθίζει συνέχεια η μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους μας. Ζώντας μέσα στην οντολογική λήθη ζούμε σαν πεθαμένοι. Τούτη τη ζοφερή πραγματικότητα οι ποιητές την ιστόρησαν ανάγλυφα και ζαλιστικά. Θυμηθείτε τον Έλιοτ της Έρημης Χώρας. Κάθεται σ' ένα γιοφύρι του Τάμεση, παρατηρεί όλους αυτούς που τρέχουν στη δουλειά τους με τη φροντίδα της, και βλέπει νεκρούς να περπατάνε. Για την Αθήνα μας, λ.χ., με το ανάλογο μάτι θά ‘βλεπες στην οδό Πανεπιστημίου μέρα νύχτα στρατιές από κυλιόμενα φέρετρα.
("Γκέμμα")
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα. Θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο. Θα σε καλέσω όμως σ’ έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά ‘χουμε αποτέλεσμα έμπεδο. Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά ‘ναι σίγουρη. Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Από το χωριό Πυρσόγιαννη της Ηπείρου ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες της Θράκης ως το Παραλίμνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το Ταίναρο. Θα ρωτήσουμε νεοέλληνες απ’ όλες τις τάξεις και όλα τα επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους, ακοινώνητους και αριστοκράτες, πουτάνες και καλόγριες, ξωχάρηδες και αστούς, φιλέρημους και χαροκόπους. Για νά ‘ναι το δείγμα μας ευρύ και πλήρες, που λένε οι γραφειοκράτες. Όλα ετούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε δυό τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το Εβραίικο. Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες. Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια• ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο• ούτε τᾶν ἢ ἐπί τᾶς, μέτρον ἂριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη• ούτε αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο τον Αλέξανδρο. Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θά ‘τανε τουρισμός στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε γνώση ουσίας. Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας, που στον καιρό μας αντίστοιχα σημαίνουν Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλανκ, Ροντέν, Κολόμβος. Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως «σφαίρος» στον Εμπεδοκλή, «κενό» στο Δημόκριτο, «εκπύρωση» στον Ηράκλειτο, «μηδέν» στον Παρμενίδη, «κατηγορία» στον Αριστοτέλη, «τόνος» στους Στωικούς. Να μας ειπούν οι κάθε λογής έλληνες επιστήμονες τι τους λέει η λέξη «ψυχρᾷ φλογί» στον Πίνδαρο, «μεταβάλλον ἀναπαύεται» στον Ηράκλειτο, «δακρυόεν γελάσασα» στον Όμηρο, «χαλεπῶς μετεχείρισαν» στο Θουκυδίδη. Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολυβογράμματα, έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διαλόγους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία). Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιος γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες• ότι στη διάλεξή του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας• ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα• ότι η διδασκαλία τραγωδίας στο θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος• ότι η θρησκεία των ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων. Δε νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνά μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους νεοέλληνες που να υπερβαίνουν τους δύο στους χίλιους. Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.
Από το Ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωυσής, Αβραάμ, Ησαΐας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δανιήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα. Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται εννιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα. Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως «Προς Κολασσαεῖς», «Προς Κορινθίους», «Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν». Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός νεοελλήνων ξέρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές. Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ, Τιβεριάς. Αν όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα: - Τι όρτζα, πότζα, και γαμώ το καυλί του μας λέει ο κερατάς;
("Γκέμμα")
Λαβαίνουμε σαν αρχή του μίτου την υπόθεση ότι ο αιώνας του σύμπαντος αισθητοποιεί την κίνησή του απάνω στη διαδοχική ταλάντωση που ενεργεί το φαινόμενο του αφανισμού και της ξαναδημιουργίας. Τότε αναγκαία θα δεχθούμε ότι το σημείο που σχεδόν συναγγίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη με έναν από τους βαθύτερους νόμους της φύσης είναι το ενικό γεγονός του έρωτα και του θανάτου.
(Νυφομανής)
Ο ίμερος (ερωτική λαχτάρα) και ο θάνατος αποτελούν την ενική δυαρχία, που περικοσμεί την ανθρώπινη ζωή, κατά τον τρόπο που η φιλότητα και το νείκος των προσωκρατικών ζωοποιεί το νόημα του κόσμου.
(Έξυπνον ενύπνιον)
Ενώ νομίζουμε ότι αγωνιζόμαστε για τη ζωή, στην πραγματικότητα κατασκευάζουμε το μεγάλο μας θάνατο. (Λιαντίνης-1984)
Γιατί τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τα πάθη; Χωρίς τα πάθη του ο άνθρωπος είναι δρομέας κουτσοπόδης και δισκοβόλος κουλός. Είναι Κικέρωνας με κομμένη γλώσσα, ναυτικός χωρίς τη θάλασσα, ένας επιβήτορας ευνουχισμένος. Τα πάθη μας ξεσηκώνουν το μεγαλουργό βούρλισμα της δημιουργίας. Και κάνουν την κούκλα γυναίκα, και το γεφύρι πέρασμα, και τον καλόγερο Παπαφλέσσα. Τα πάθη μοιάζουν με το θάνατο, που ‘ναι το δώρο της ζωής και το μυστικό της. Αλλίμονο αν φύγει ο θάνατος από μέσα μας. Ξέρετε γιατί δεν πεθαίνουν τα πτώματα; Γιατί ο θάνατος έφυγε από μέσα τους. ("Πολυχρόνιο, Στοά και Ρώμη")
Βλέπω ότι ο homo insipiens, ο άνθρωπος βλάκας, είναι ο κραταιός, ενώ ο homo sapiens είναι ο ανίσχυρος. Και ότι ο πρώτος οδηγεί το δεύτερο σε ομαδικό θάνατο τάφου. Και πάνω στην ταφόπλακα διαβάζουμε κιόλας το επίγραμμα της βλακείας, που σκάλισε ο γοερός ποιητής: "Δω μια φορά ήταν άνθρωπος, κι εκεί ‘ταν ένας τόπος".»
("Γκέμμα")
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε.
("Γκέμμα")
Η πηγή της ζωής που ζούμε είναι ο θάνατος που φέρνουμε μέσα μας, Αλίμονο σε κείνον που ο θάνατος θα φύγει από μέσα του. Ένα πτώμα όσο και να αγωνίζεσαι να το κάμεις να πεθάνει, δεν θα τα καταφέρεις. Γιατί ο θάνατος έχει φύγει από μέσα του. Έχει πεθάνει... Ο θάνατος λοιπόν είναι η λήξη, αλλά είναι και ο τελικός στόχος, ο έσχατος και ο συγκεντρωτικός σκοπός της ζωής μου. Όλα όσα κάνω εκεί αποβλέπουν και εκεί κατατείνουν. Η φορά της ζωής μου με φέρνει να πραγματώσω, να φτάσω, να κατορθώσω, να συντελέσω, να δικαιώσω, να αποκαταστήσω την εκκρεμή στιγμή του θανάτου μου... Είναι και ο θάνατος πράγμα φυσικό. Όπως το μήλο στη μηλιά, το κυανού της θάλασσας, η αυγή που προβαίνει, ο ίσκιος του όρους. Το να κουβεντιάζεις το θάνατο δεν οδηγεί στον πεσσιμισμό και στην άρνηση. Ούτε στην παραίτηση από τη ζωή, και στο μοιρολόι της φώκιας. Αντίθετα ετούτος ο τρόπος στόχασης είναι ο μόνος τίτλος που πιστοποιεί πως ο άνθρωπος κατάκτησε την πνευματική του αρτίωση. Σε μαθαίνει να βλέπεις τα πράγματα και τη ζωή με την πιο εκλεκτή ένταση, και με ένα βλέμμα διαρκώς παρθενικό. Γιατί κάθε φορά τα βλέπεις και τα ζεις για τελευταία φορά.
("Τα Ελληνικά")
Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου... Για το δίκαιο άνθρωπο ο θεός, το υπέρτατο ον, θα μένει ανάμεσα στο ναι και στο όχι. Θα δηλώνει το σημείο της αιώνιας αναζήτησης, και της αιώνιας απορίας. Θα είναι το ον, τό ἀεὶ ζητούμενον καί ἀεὶ ἀπορούμενον, που γράφει ο Αριστοτέλης στα “Μετά τά Φυσικά” του.
("Γκέμμα")
Ο περήφανος και ο τίμιος άνθρωπος θα ζητήσει την εσχατιά της αλήθειας, παρότι υποψιάζεται ότι το φως της θα τυφλώσει τη χωματένια του όραση. Όταν ο Οιδίποδας θα τιναχτεί σαν βέλος, και θα μάθει το έσχατο τι και το έσχατο πώς της ύπαρξης του, χωρίς να διστάξει στιγμή θα αρπάξει τα χέρια του και θα βγάλει τα μάτια του. Οι έλληνες, τίμιοι και περήφανοι, δεν καταδέχτηκαν να ζήσουν στην άγνοια. Πολύ περισσότερο την άγνοια τους δεν την έκαμαν απατηλό σημείο σωτηρίας και ρεζίλεμα.
("Τα Ελληνικά")
Να υπάρχεις Ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς. Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από τη φύση· όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων. Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης· όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων. Ότι αποθεώνεις την εμορφιά· γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου. Και κυρίως αυτό: ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πως αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.
("Τα Ελληνικά")
Όλη η φάμπουλα της νέκυιας, η φήμη δηλαδή, η ιστορία, ο μύθος, η κωμωδία, η τραγωδία, είναι μια ποιητική κατασκευή, που πήγασε από την ανάγκη μας να δώσουμε μια αισθητική διέξοδο στον πόνο που νιώθουμε μπροστά στο αδυσώπητο φαινόμενο του θανάτου. Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στο θάνατο είναι η αιτία που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Άδη. Και πάντα μέσα στη σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της επινόησης, πέρα από τα φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία. Όλα τούτα περιεντυμένα με μια πανούργα υποκρισία, που έδωκε το στίγμα και το χρίσμα της ψευτιάς μέσα στο παγκόσμιο καθεστώς και στις ανθρώπινες κοινωνίες. Όμως το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμός μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές... Αφού δεν υπάρχει ο κάτω κόσμος, κι αφού κανείς δεν επάτησε τον Άδη, ποιο μεράκι έσπρωξε τους ποιητές να πλάσουνε τις νέκυιες; Θα σου το ειπώ. Το ταξίδι που κάμανε οι πέντε μεγιστάνες της ποίησης, το κάμανε ζωντανοί. Και στον απάνω κόσμο. Αυτός ήταν ο τρόπος να μελετήσουν τον ιδικό τους θάνατο σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή, και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή το ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζεις κι αυτό που δεν είσαι, δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο. Νέκυια σημαίνει ότι τα «ἐνεργείᾳ» σου, δηλαδή αυτό που είσαι τώρα που ζεις, τρέφεται και αυξαίνεται από το «δυνάμει» σου, δηλαδή από αυτό που θα γίνεις, όταν δε θα ζεις. Στην αντίθετη περίπτωση αφαιρείς από το προσωρινό του ζωντανού το μόνιμο του πεθαμένου. Ποιος είσαι στο κατακάρδι και στη βάση σου όμως, εάν διαλέξεις το ελάχιστο που έχεις απορρίξει από μέσα του το πλείστο; Νέκυια σημαίνει ότι κερνάς στο ποτήρι σου το γλεύκος της ύπαρξης και το γλεύκος της ανυπαρξίας σου, και πίνεις ύστερα στη σωστή αναλογία το κρασί της ζωής. Ήσυχα, και χωρίς αυταπάτες.
("Γκέμμα")
Ξέρεις πόση απόσταση υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνον που τιμά τη φυσική γνώση πως όταν πεθάνει θα χαθεί, όπως χάνεται το φύλλο του δέντρου, που λέει ο Όμηρος, και ανάμεσα σ’ εκείνον που τον έμαθαν να πιστεύει πως όταν πεθάνει, θα μεταναστέψει σε κάποια υπερουράνια Αμερική; Υπάρχει τόση απόσταση, όση απόσταση υπάρχει ανάμεσα στο χαλίκι και στο διαμάντι των Ρομανόφ. Υπάρχει τόση διαφορά ουσίας και ποιότητας, όση διαφορά υπάρχει ανάμεσα σ ̓ έναν κανίβαλο μάγο της φυλής των Παπούας και στο Ντίρακ που ανακάλυψε την αντιύλη. Στο πρόβλημα του θανάτου, που για τον άνθρωπο είναι το πρόβλημα των προβλημάτων, και για τη φιλοσοφία ο μόνος δρόμος που οδηγεί στη γνήσια έρευνα και στην αληθινή γνώση για τη φύση και τη μοίρα του ανθρώπου**, όπως ισχυρίζεται ο Πλάτων, οι Έλληνες δεν καταδέχτηκαν να κοροϊδέψουν τον εαυτό τους. Αρνηθήκανε να αυτοεξευτελιστούν. Και αφού δεν τον κορόιδεψαν εδώ, στον κίνδυνο και στον αγώνα τον έσχατο, είναι αυτονόητο πως δεν τον κορόιδευαν και σε τίποτα άλλο. Κυνήγησαν τον πάνθηρα δηλαδή, και θα κιότευαν μπροστά στους ψύλλους;
("Τα Ελληνικά")
Να σέβεσαι ένα δέντρο περισσότερο από ένα βιβλίο. Ακόμη και όταν το τελευταίο είναι οι Ωδές του Κάλβου. Κι αν δεις ένα μικρό μυρμήγκι να τραβάει στη δουλειά του, είναι χρήσιμο να συλλογιστείς ότι το έργο που κάνει δεν είναι μικρότερο από μια σπουδαία αγόρευση του μεγάλου Βενιζέλου στη Βουλή.
("Homo Educandus")
Κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova. Έτσι, από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής. Πιο πλατιά, και πιο μακρυά, και πιο βαθιά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος. Το δραστικό προτσές δηλαδή ολόκληρης της ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α και το Ω του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το είναι και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του. Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική ασθενής ισχυρή βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι' αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ίδιου προσώπου. Είναι ο έμορφος Ενδυμίων, ας πούμε. Που άλλοτε ξύπνιος ακκουμπάει το κεφάλι του τρυφερά στα στήθη της Σελήνης και την κοιτάει στα μάτια. Και άλλοτε κοιμάται τον ύπνο του νεκρού κάτω από το απέραντα αμίλητο βλέμμα της. Με τρεις μόνο καταδηλώσεις, αλλά επιφανείς και ελληνικές, θα θυμίσω ότι ο έρωτας και ο θάνατος είναι το ίδιο πράγμα.
Πρώτο το φραγμένο 15 του Ηράκλειτου. "Ἄδης καί Διόνυσος ἓν καί ωυτό."
Δεύτερος ο στίχος του Σολωμού. "Μόλις ειν’ έτσι δυνατός ο έρωτας κι ο χάρος."
Τρίτος ο λαμπερός δημοτικός μας δεκαπεντασύλλαβος. "Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις".»
("Γκέμμα")
Η καθοριστική επίδραση του θανάτου στη δομή της ανθρώπινης πράξης φανερώνει τη σπουδαιότητα, που έχει το πρόβλημα σε σχέση με τη ζωή. Τη γνησιότητα ή μη της ζωής προσδιορίζει η παράλληλη συνοδεία της μνήμης ή της λήθης του θανάτου. Αγρυπνία θανάτου σημαίνει κατάσταση εξόδου από τον ύπνο της ζωής. Ό,τι φαίνεται σαν υπόθεση των πεθαμένων αποτελεί το ανεπιτέλεστο χρέος των ζωντανών. Η μέριμνα θανάτου καταργεί την ακηδία της ζωής, στο βαθμό που η αμεριμνησία θανάτου οικονομεί και κατασκευάζει την κηδεία της. Ο ολοφυρμός των ζωντανών μπροστά σ’ ένα νεκρό εκφράζει την οδυνηρή τους γνώση για την απουσία της ζωής από το πτώμα, στο βαθμό που εκφράζει την οδυνηρή του άγνοια για την παρουσία θανάτου στον ίδιο τον εαυτό τους. Η αναγνώριση ή η αγνόηση του θανάτου καταντά να συμπίπτει αντίστοιχα με την αναγνώριση ή την αγνόηση της ζωής. Το παράλογο συμπέρασμα, ότι ο θάνατος είναι της ζωής η ζωή, φαίνεται αναπότρεπτο.
("Έξυπνον ενύπνιον")
Οι θρησκείες είναι η ομαδική παράκρουση των λαών να πιστεύουν και να καταθέτουν στο θεμέλιο της ζωής τους υλικά πνεύματος που δεν έχουν καμία σχέση με τη φύση και την αλήθεια. Όχι πως αποκλείεται η ιδέα του υπέρτατου όντος, που σχεδίασε, εκίνησε, και οικονομεί το σύμπαν και την πορεία του. Αυτός που θα 'λεγε κάτι τέτοιο είναι τόσο απλοϊκός όσο και ο αντίπαλός του. Ακόμη και η τυχαιότητα αν είναι ο δημιουργός του σύμπαντος, δεν παύει να 'χει όλα τα διάσημα και τις περγαμηνές ενός συμπαντικού θεού. Εκείνο όμως που αποκλείεται είναι το δεδομένο πως αυτό το υπέρτατο όν έχει κάποια σχέση με τις θρησκείες. Αντίθετα, οι θρησκείες είναι οι τρόποι συμπεριφοράς του ανθρώπου, που παραποιούν το υπέρτατο ον, το στρεβλώνουν, το εκφυλίζουν, το αρνούνται. Κυρίως όμως το καπηλεύουνται, και το ρευστοποιούν σε δεκάρες. Βασικά οι θρησκείες είναι εμπορεία φοινικικά στις Λαύρες και στις Στοές του σώματος των ανθρώπων, όταν το υγιές μυαλό γίνεται άρρωστη ψυχή. Βούδας, Γιαχβέ, Μωάμεθ, Λούθηρος, Λάο- τσε, πάπας έχουν τόση σχέση με την ευκλείδεια γεωμετρία ή με τη θεωρία της Μεγάλης Σύνθλιψης, όση σχέση έχει ο ήλιος του Αούστερλιτς με την Καλλιστώ του Δία. Είτε τη βλέπουμε σαν ερωμένη θεού, είτε τη βλέπουμε σα δορυφόρο πλανήτη. Ο τέταρτος κίνδυνος είναι και ο πρώτος. Γιατί είναι ασύγκριτα πιο απειλητικός από τους άλλους τρεις (δημογραφικός, οικολογικός, πυρηνικός). Και αυτό με την έννοια ότι οι θρησκείες έχουν καταθέσει τη θεμέλια πέτρα, που πάνω της χτίζεται η ζωή του ανθρώπου σαν δύναμη μαζική και από κάποιο σημείο και πέρα ανεξέλεγκτη. Ο κίνδυνος της θρησκείας, δηλαδή, είναι το εκτροφείο και των τριών άλλων κινδύνων. Του δημογραφικού, του οικολογικού και του πυρηνικού. Γιατί η θρησκεία με την κυρίαρχη δράση της στην ιστορία έκαμε, ώστε σήμερα σάπισε η αντίληψη και η γνώμη του ανθρώπου για τη ζωή. Αν καταλάβουμε σε τι βαθιά επίπεδα δουλεύει, θα μας κυριέψει ο πανικός τρόμος. Είναι τυχαίο νομίζεις πως το πρώτο πράγμα που βλέπει το νήπιο με τρόμο είναι ο ιερέας, όταν πάνω από το κεφαλάκι του αγωνίζεται να το πνίξει στην κολυμπήθρα της βάφτισης; Ή είναι τυχαίο πως το τελευταίο πράμα που κατευοδώνει τον άνθρωπο στη λησμονιά, μάταιο κουφάρι πια και τεντωμένο, είναι η φτυαριά το χώμα που φτυαρίζει απάνω του ο ιερέας; Όχι, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Λαβαίνουμε, λοιπόν, πραγματική την υπόθεση ότι η θρησκευτική πέτρα που πάνω της χτίζεται το Α και το Ω της ζωής των ανθρώπων σαν μάζας δεν είναι στερεή. Ότι δεν είναι καν πέτρα. Τότε στο οικοδόμημα του πολιτισμού βλέπω εκείνο το ξενοδοχείο στο Λουτράκι, το χωρίς οπλισμό και στατική πληρότητα, που ο σεισμός που φέρανε οι Αλκυονίδες Πέτρες στα 1981 το κατάχωσε στη γης. Apollo Hotel το λέγανε θαρρώ.
("Τα Ελληνικά")
Λέμε, για παράδειγμα, Κάννες ίσον ο ανόητος ύπατος Τερέντιος Ουάρρων. Στάλινγκραντ ίσον ο τραγικός στρατάρχης φον Πάουλους και ο Γκαίρινγκ που τον πήρε στο λαιμό του. Για προσπάθησε όμως να ιδείς έναν-έναν τους πενήντα χιλιάδες ρωμαίους λεγεωνάριους και ιππείς που έπεσαν στις Κάννες, ή τους ενενήντα χιλιάδες στρατιώτες που πάγωσαν στο Στάλινγκραντ; Και που ο καθένας τους σαν ύπαρξη βαραίνει όσο ο Ουάρρων και ο φον Πάουλους! Και κατά προέκταση, για προσπάθησε να αντικρύσεις όλους τους ανθρώπους της γης που έχουν πεθάνει από την εποχή των τελευταίων παγετώνων μέχρι σήμερα; Και βέβαια που θα παγώσει το αίμα σου, σαν του Δάντη. Όταν, λοιπόν, κάτω από την πίεση της μέριμνας ζούμε σε αυτή την οντολογική λήθη, είμαστε στην ουσία πεθαμένοι και ανύπαρκτοι. Όπως ουσιαστικά είμαστε ανύπαρκτοι ο κάθε έλληνας για τους κατοίκους της Γουατεμάλας. Και για να το ειπώ αντίστροφα. Σε ρωτώ, αναγνώστη μου, ποιόνε ξεύρεις από τα είκοσι εκατομμύρια της Πόλης του Μεξικού; Ποιόνε ξεύρεις από τη χώρα του Πακιστάν με τα εκατόν δέκα εκατομμύριά της; Κ α ν έ ν α ν. Έξω από τις πέντε δέκα εκατοντάδες ανθρώπους που γνωρίζουμε και μας γνωρίζουν, ο καθένας από μας για τους άλλους κι ο καθένας από τους άλλους για μας είναι ο κανένας. Και ταχιά θα λείψουν κι αυτές οι πέντε δέκα εκατοντάδες. Λίγο ακόμη και θα τα ξεχάσεις όλα. Λίγο ακόμη και θα σε ξεχάσουν όλα, που έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος.
Ο Μαρτίνος Χάιντεγγερ, ο δάσκαλος του Σάρτρ, ο πιο γνήσιος από τους πέντε φιλοσόφους της Φιλοσοφίας της Υπαρξης, είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος που είδε τους ανθρώπους στη σχέση τους με τη μέριμνα. Και με βάση τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τη μέριμνα, τους διαιρεί σε δύο κατηγορίες. Η μια κατηγορία είναι οι Πλείστοι. Είναι αυτοί που τους έχει απορροφήσει η μέριμνα. Την κατηγορία αυτή ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Ο δημώδης υποστασιακός τύπος», ή το Man. Η λέξη man στη γερμανική γλώσσα είναι αόριστη αντωνυμία και σημαίνει τις, κάποιος. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι Ελάχιστοι. Ποσοστό ένας στους μύριους ή ένας στις εκατό μυριάδες. Είναι εκείνοι που ο καημός και το μεράκι τους για τον άνθρωπο και τη μοίρα του τους απορροφά σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιστρέφοντας το σχήμα ζουν έξω από τη μέριμνα και την οντολογική λήθη. Ζουν, δηλαδή, μέσα στην αλήθεια της ύπαρξης. Ετούτοι, οι δεύτεροι, ζουν και τους δέρνει μια τρέλα ιερή. Βασανίζουνται, υποφέρνουν, αγωνιούν. Βοούν μόνοι τους στην ερημία, στα άγρια μεσάνυχτα, στις απόγκρεμνες σπηλιές του «τι είναι;» και στις κώχες του «τι πρέπει;» Είναι η φυσική σχιζοφρένεια της μεγαλοφυίας. Οι περισσότεροι μένουν έξω από την ευδοκίμηση και την πρόοδο, όπως την εννοεί ο πολύς κόσμος. Άλλοι τρελαίνουνται, άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι κόβουν το αυτί τους σαν το Βαν Γκογκ, που πέθανε στα τριάντα εφτά του από «πυρετό ύπαρξης». Αυτή τη δεύτερη κατηγορία ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Η με αυθεντικό τρόπο εννοούμενη ύπαρξη», ή η Existenz. Η πρώτη κατηγορία, το man που σημαίνει κάποιος, σημαίνει και κανείς. Λέμε λ.χ. την πρόταση: ημπορεί να ειπεί κάποιος ότι η ζωή είναι έμορφη. Αλλά την ίδια πρόταση τη λέμε κι έτσι: ημπορεί να ειπεί κανείς ότι η ζωή είναι έμορφη. Επομένως το man, το κάποιος του Χάιντεγγερ, είναι και το κ α ν έ ν α ς. Αυτή είναι η έννοια ότι ζούμε στην οντολογική λήθη, ότι ζούμε αλλά δεν υπάρχουμε. Ότι είμαστε ο κ α ν έ ν α ς. Φιλοσοφικά, τη θεώρηση της ζωής μας από τη σκοπιά του ένας ή του κανένας, του τις ή του οὖτις, μας την έδωκε με τρόπο ακραία αδρό και λακωνίζοντα ο Πίνδαρος στον όγδοο Πυθιόνικο. Εκεί, αυτός ο πρίγκιπας ανάμεσα στους εννέα επιφανείς έλληνες λυρικούς, σε μια στιγμή του υψηλή λέει, ἐπάμεροι: τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. Δηλαδή: είμαστε της στιγμής· τι είναι, τι δεν είναι κανείς; ο άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου.
("Γκέμμα")
Κάθε φορά που θα πετύχουμε το στόχο που έχουμε, αμέσως έχει εμφανισθεί στον ορίζοντα καινούργιος. Η ζωή μας είναι μια παραπομπή σε συνεχώς εμφανιζόμενους στόχους, κατά το ακόλουθο σχήμα. Πρώτο επίπεδο. Να τελειώσω το Λύκειο• να πετύχω στις πανελλήνιες• να λάβω το πτυχίο• να βρω δουλειά• να παντρευτώ• να γεννήσω ένα ή δύο παιδιά• να χτίσω σπίτι• ν’ αγοράσω αυτοκίνητο• να κάνω διακοπές στη Σιθωνία. Δεύτερο επίπεδο. Να χτίσω και εξοχικό• να βελτιώσω τους τροχούς μου από τη Φάου-Βε στη Μπι-Εμ-Τάμπλιγιου• να κάνω διακοπές στην Καζαμπλάνκα• να γραφτώ και στους μασόνους. Τρίτο επίπεδο. Ν' αποχτήσω κοινωνική επιφάνεια• να δημοσιογραφήσω στον κίτρινο τύπο• να ιδούν ο κόσμος τη μουσούδα μου και στο τελεβίζιο, να θαγμάξουν• να διασκεδάσω στο καμπαρέ του Παρισιού «Λατινικός Παράδεισος». Τέταρτο επίπεδο. Εδώ οι γεύσεις είναι ντελικάτες, οι επιδόσεις ανώτερες, και η τεχνολογία προηγμένη. Να διχτυωθώ σε διασυνδέσεις διεθνείς• να γίνω μέλος της Ακαδημίας των αθάνατων κρανίων, της ζωντανής κοκαλίστρας αλλιώς• νά ‘χω οδηγό στη λιμουζίνα μου• νά ‘χω και τη φρουρά μου από γορίλλες και χωροφυλάκους• να δοκιμάσω και τη λεγόμενη «δημιουργική μοιχεία», μέσω ειδικών πολυτελών γραφείων. Τον περίφημο Schöpferischen Ehebruch, που λένε οι γερμανοί. Μ' ένα λόγο, οι συνεχώς εμφανιζόμενοι νέοι στόχοι κάνουν τη ζωή μας κάπως όμοια με την Ανάβαση των Μυρίων από τις Σάρδεις στα Κούναξα, και από τα Κούναξα στο «θάλαττα θάλαττα» του Ξενοφώντα. Κάθε στόχος στην πορεία μας είναι κι ένας σταθμός. Και η απόσταση ανάμεσα στους σταθμούς μετριέται με παρασάγγες. Τριάντα στάδια ο καθένας. Ήγουν χιλιόμετρα πέντε κόμμα τέσσερα. Έρχεται, λοιπόν, μια ωραία πρωία στις δυσμές του βίου μας, κι έχουμε θέσει ακόμη ένα σκοπό. Όμως ο σκοπός αυτός βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Γκρεμιζόμαστε απότομα μέσα στον άπατο χάνδακα του θανάτου μας, κι έχουμε καρφωμένα τα μάτια μας αντίκρα. Τι τύφλωση! Πεθαίνουμε, δηλαδή, χωρίς να καταλάβουμε ότι πεθάναμε. Όπως ακριβώς εζήσαμε, χωρίς να υπάρξουμε. (Ζει το ζώο, υπάρχει ο άνθρωπος). Μ' ερωτάς πώς έζησα χωρίς να υπάρξω; Μα είναι απλό. Γιατί στην προσπάθεια και στον αγώνα μου να πετύχω όλους τους στόχους που συνεχώς έθετα, ήμουν τόσο απορροφημένος από τη φροντίδα τους, ώστε δεν είχα μάτια για τίποτα βαθύτερο. Και αυτό είναι το νόημα των λόγων που είπε ο Κρόνος στη Μέριμνα: «Κι εσύ, Μέριμνα, θα τον κατέχεις και θα τον δυναστεύεις όσο ζει». Αλλά εδώ ακριβώς είναι το στίγμα και η στιγμή, που εμφανίζεται το σύμπτωμα του υποστασιακού μας καρκίνου. Κοιτάζει ο στοχαστής γιατρός την ακτινογραφία του πνευματικού μας θώρακα, και με μια μελαγχολική ηρεμία ψιθυρίζει σιγά: - Μωρέ μπράβο σου! Που το ‘κονόμησες ετούτο το παράσημο; Κι είσαι μόλις δεκαοχτώ χρονώ! Η παραβολή σημαίνει: Απορροφημένοι από τους στόχους και τη μέριμνα να τους πετύχουμε, λησμονούμε πως η ζωή μας είναι και κάτι άλλο. Κάτι περισσότερο από μια κίνηση μπίλιας σε λεία επιφάνεια. Και μη νομίζεις ότι, αν πας στην Επίδαυρο να ιδείς Αισχύλο, ή αν ακούς τα βράδια μουσική δωματίου, κυλάς έξω από αυτή τη λεία επιφάνεια.
Η μέριμνα δε μας αφήνει να σκεφθούμε πάνω σε κάποια ερωτήματα ουσίας και βάσης: Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, για πού τραβάμε; Γιατί πεθαίνουμε; Τι θα γίνουμε όταν πεθάνουμε; Ποιος όρισε τέτοια τη φύση και τη μοίρα της ζωή μας; Και τι λογής είναι αυτός που την όρισε τέτοια; Γιατί υπάρχει το φυσικό κακό και το ηθικό κακό; Το malum physicum και το malum morale, που λένε; Πώς ημπορούμε να βοηθήσουμε αποτελεσματικά τον άνθρωπο με βάση τη γνώση, και όχι με βάση την ψευτιά και το δόλο των παπάδων; Μήπως η ζωή μας γίνεται να γίνει αλλιώτικη; Και τι πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε αυτό το έργο της ανάγκης; Αυτά τα βαθύτερα προβλήματα τα βλέπουμε όλοι και τα βρίσκουμε απλά. Όπως βλέπουμε συνηθισμένη την κορυφή του Έβερεστ με μάτι τόσο αυτονόητο. Για δοκίμασε όμως, παλικαρά μου, να την ανεβείς! Και αυτό είναι το κακό. Η δυσκολία τους μας σπρώχνει να τα προσπερνάμε. Ή να τα λύνουμε με μια μονοκοντυλιά. Εννοώ ότι υιοθετούμε αμέσως και αβασάνιστα τις ακαταμέτρητα γελοίες παραστάσεις που φυτεύουν μέσα μας οι θρησκείες. Και ο δόλος τους βέβαια. Συμπέρασμα. Η αδιάκοπη μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους που θέτουμε, σκεπάζει τη ζωή μας έτσι, ώστε όλα τα βαθύτερά της να βυθίζουνται στο σκότος. Μπαίνουμε σ' ένα είδος οντολογικής ομίχλης, που κρύβει το τοπίο της ύπαρξης μας. Και να ζεις μες στη λήθη σημαίνει ότι δε ζεις στην αλήθεια. Τι είναι η αλήθεια; Είναι εκείνο που βλέπεις και ζεις, όταν αναδυθείς από τη λήθη. Το α- είναι στερητικό. Η αλήθεια είναι το έξω από τη λήθη, που μέσα της μας βυθίζει συνέχεια η μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους μας. Ζώντας μέσα στην οντολογική λήθη ζούμε σαν πεθαμένοι. Τούτη τη ζοφερή πραγματικότητα οι ποιητές την ιστόρησαν ανάγλυφα και ζαλιστικά. Θυμηθείτε τον Έλιοτ της Έρημης Χώρας. Κάθεται σ' ένα γιοφύρι του Τάμεση, παρατηρεί όλους αυτούς που τρέχουν στη δουλειά τους με τη φροντίδα της, και βλέπει νεκρούς να περπατάνε. Για την Αθήνα μας, λ.χ., με το ανάλογο μάτι θά ‘βλεπες στην οδό Πανεπιστημίου μέρα νύχτα στρατιές από κυλιόμενα φέρετρα.
("Γκέμμα")
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα. Θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο. Θα σε καλέσω όμως σ’ έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά ‘χουμε αποτέλεσμα έμπεδο. Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά ‘ναι σίγουρη. Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Από το χωριό Πυρσόγιαννη της Ηπείρου ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες της Θράκης ως το Παραλίμνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το Ταίναρο. Θα ρωτήσουμε νεοέλληνες απ’ όλες τις τάξεις και όλα τα επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους, ακοινώνητους και αριστοκράτες, πουτάνες και καλόγριες, ξωχάρηδες και αστούς, φιλέρημους και χαροκόπους. Για νά ‘ναι το δείγμα μας ευρύ και πλήρες, που λένε οι γραφειοκράτες. Όλα ετούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε δυό τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το Εβραίικο. Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες. Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια• ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο• ούτε τᾶν ἢ ἐπί τᾶς, μέτρον ἂριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη• ούτε αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο τον Αλέξανδρο. Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θά ‘τανε τουρισμός στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε γνώση ουσίας. Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας, που στον καιρό μας αντίστοιχα σημαίνουν Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλανκ, Ροντέν, Κολόμβος. Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως «σφαίρος» στον Εμπεδοκλή, «κενό» στο Δημόκριτο, «εκπύρωση» στον Ηράκλειτο, «μηδέν» στον Παρμενίδη, «κατηγορία» στον Αριστοτέλη, «τόνος» στους Στωικούς. Να μας ειπούν οι κάθε λογής έλληνες επιστήμονες τι τους λέει η λέξη «ψυχρᾷ φλογί» στον Πίνδαρο, «μεταβάλλον ἀναπαύεται» στον Ηράκλειτο, «δακρυόεν γελάσασα» στον Όμηρο, «χαλεπῶς μετεχείρισαν» στο Θουκυδίδη. Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολυβογράμματα, έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διαλόγους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία). Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιος γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες• ότι στη διάλεξή του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας• ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα• ότι η διδασκαλία τραγωδίας στο θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος• ότι η θρησκεία των ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων. Δε νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνά μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους νεοέλληνες που να υπερβαίνουν τους δύο στους χίλιους. Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.
Από το Ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωυσής, Αβραάμ, Ησαΐας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δανιήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα. Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται εννιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα. Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως «Προς Κολασσαεῖς», «Προς Κορινθίους», «Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν». Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός νεοελλήνων ξέρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές. Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ, Τιβεριάς. Αν όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα: - Τι όρτζα, πότζα, και γαμώ το καυλί του μας λέει ο κερατάς;
("Γκέμμα")
Λαβαίνουμε σαν αρχή του μίτου την υπόθεση ότι ο αιώνας του σύμπαντος αισθητοποιεί την κίνησή του απάνω στη διαδοχική ταλάντωση που ενεργεί το φαινόμενο του αφανισμού και της ξαναδημιουργίας. Τότε αναγκαία θα δεχθούμε ότι το σημείο που σχεδόν συναγγίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη με έναν από τους βαθύτερους νόμους της φύσης είναι το ενικό γεγονός του έρωτα και του θανάτου.
(Νυφομανής)
Ο ίμερος (ερωτική λαχτάρα) και ο θάνατος αποτελούν την ενική δυαρχία, που περικοσμεί την ανθρώπινη ζωή, κατά τον τρόπο που η φιλότητα και το νείκος των προσωκρατικών ζωοποιεί το νόημα του κόσμου.
(Έξυπνον ενύπνιον)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου